Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΣΑΘΑΝΑ


  ΠΟΙΗΣΗ
  • Συρραφή ονείρων, 1980
  • Ακαριαία, 1985
  • Ο Άρχοντας του Μεγάλου Δόκανου, 1986
  • Το μενεξεδί της Ποιήσεως, 1991
  • Ο Αντιχνούμενος, Οι Εκδόσεις των Φίλων 1994





  ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
  • Το ρόδο της φωτιάς, 1985
  • Η κουνιστή πολυθρόνα και άλλες ιστορίες, Νεφέλη 1996
  • Είναι και πράματα βουβά, Νεφέλη 1999
  • Η Ξυλόκατα και άλλες παγίδες, Νεφέλη 2004
  • Το κουρτινάκι της καρδιάς, Ίνδικτος 2005
  • Μικρό τρίπτυχο του νόστου, Ίνδικτος 2006
  • Λοξές ιστορίες που τελειώνουν με ερωτηματικό (Μυθ-ιστορίες για τα ολέθρια επακόλουθα του Χρόνου), Ίνδικτος 2009
  • Μυζήθρα, Ζυμήθρα (Ένα αληθινό παραμύθι), Κ.Δ.Ε.Π.Α. Μυκόνου & Εκδόσεις Στεφανίδη 2010





ΕΠΙΜΕΛΕΙΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ
  • Όρτσ’ αλά μπάντα!, Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο, Δήμος Μυκονίων 1986α, Ίνδικτος και Δήμος Μυκόνου 2002β
  • Ένας Λόρδος στη Μύκονο και στις Δήλες το 1749, An Irish Lord in Mykonos, Delos and Rhenea in the year 1749, 1989α, 1991β
  • Δήλος, Άνοιξη του 1991 μ.Χ., Delos, Spring 1991 A.D., A Photographic Itinerary, Δήμος Μυκονίων 1991
  • Ποιήματα και ρίμες του Πανάγου Αξιώτη, Η Μυκονιάτικη 1993
  • Χρηστικό Λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου, Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1996
  • Γράμματα στη Μέλπω από τον αδελφό της Πανάγο Αξιώτη, Η Μυκονιάτικη 1997
  • Ενθύμιον Μυκόνου (1885-1985), Σχόλια σε φωτογραφίες, Τόμοι Α΄ και Β΄, Mykonos (1885-1985), A Photographic Memento, Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1998
  • Παραμιλητά, Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου, Σειρές Α΄ και Β΄, Ίνδικτος 2002
  • Λουδοβίκου Ρουσέλ, Παραμύθια της Μυκόνου, Ίνδικτος και Δήμος Μυκόνου, Αθήνα 2007
  *


 ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ

  • Τα ποιήματα και τέσσερεις αναπλάσεις (συγκεντρωτική έκδοση των πέντε ποιητικών συλλογών του Π. Κ. με απόδοση του Αντιχνούμενου στα Aγγλικά από τον David Connolly και αναπλάσεις τεσσάρων αγγλόφωνων ποιημάτων)
  • Παραμιλητά, Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου, Σειρές Γ΄, Δ΄ και Ε΄
  • Αξιοσημείωτες συναντήσεις (Μυθ-ιστορίες για σημαδιακά συναπαντήματα)
  • Χρηστικό Λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου (Β΄ έκδοση, συμπληρωμένη)


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΜΟΥ / ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ


«Ο ΜΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΜΕ ΕΙΝΑΙ Ν’ ΑΓΡΥΠΝΑΜΕ ΜΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ…»


(Μια συνέντευξη* και σκόρπιες σκέψεις από την ανάγνωση
του βιβλίου του Παναγιώτη Κουσαθανά, Λοξές ιστορίες,
Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2009)

ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΖΟΥΓΑΝΕΛΗ

Καλησπέρα σας!

Το καινούργιο βιβλίο Λοξές ιστορίες που τελειώνουν με ερωτηματικό του καταξιωμένου συγγραφέα και συμπατριώτη μας κ. Παναγιώτη Κουσαθανά, που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Ίνδικτος στις αρχές του καλοκαιριού, είναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος και ο υπότιτλός του: Είκοσι μία «λοξές», παλαβές, κάπως τρελές ιστορίες, που τελειώνουν όλες με ερωτηματικό, πλην της τελευταίας που κλείνει με τελεία για λόγους που εξηγεί ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου του. Ο ίδιος ονομάζει αυτές τις ιστορίες μυθ-ιστορίες θέλοντας, φαντάζομαι, να τονίσει ένα από τα εξόφθαλμα χαρακτηριστικά τους, ότι δηλαδή πρόκειται για κείμενα όπου αλληλοπλέκονται αξεδιάλυτα ο μύθος και η ιστορία, το φανταστικό με το πραγματικό, το παραμύθι και η καθημερινότητα.

Προτού σας αναγνώσω αποσπάσματα από τις έως τώρα κριτικές, επιτρέψτε μου να σχολιάσω μαζί με τον παλιό μου δάσκαλο μερικούς από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους μου άρεσε το βιβλίο του. Είμαι ευτυχής, που θα σας μιλήσουν περισσότερο τα δικά του και λιγότερο τα δικά μου λόγια, αφού συζητώντας μαζί του και προσπαθώντας να του πω γιατί αγάπησα και το καινούργιο του βιβλίο, με βοήθησε να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου και να λύσω τις απορίες που είχα. Οπότε, απόψε θα παρακολουθήσετε εδώ, ένα, ας πούμε, «θεατρικό δρώμενο», που δεν είναι παρά το αποτέλεσμα των απανωτών, αλησμόνητων συναντήσεών μας μέσα στην όμορφη φύση της Λαγκάδας τον πρώτο τούτο φθινοπωρινό μήνα που διανύομε.

Του έλεγα, λοιπόν, ότι το βιβλίο του μου άρεσε πρώτα απ’ όλα για τη γλώσσα του, την ελληνική, τη σωστή, τη χορταστική, αλλά και συνάμα την τόσο οικονομημένη ποιητικά, που εκφράζει με λιτότητα και με λελογισμένη χρήση των «λογοτεχνικών» μέσων τα πιο μπλεγμένα κι ακαθόριστα ανθρώπινα συναισθήματα, τις αλλόκοτες ή ακόμη και τις «λοξές» ανθρώπινες καταστάσεις και σκέψεις, κι ο συγγραφέας απάντησε:



ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΣΑΘΑΝΑΣ: —Λογο-τεχνία ίσον τέχνη του Λόγου. Επομένως αν ο λογο-τέχνης (ή γενικώς ο γράφων) δεν κατέχει σε βάθος τη χρήση του εργαλείου της τέχνης του, τη γλώσσα, σ’ όλες τις μορφές της, αρχαία, παλιά, νέα, ακόμη και ιδιωματική, δύσκολα θα μπορέσει να κάνει αξιόλογη δουλειά. Να μην αναφέρω κιόλας ότι θα πρέπει να είναι ικανός να προβαίνει στις αναγκαίες αποτιμήσεις και συγκρίσεις της δικής του με άλλες γλώσσες. Φαντάσου, Κατερίνα, έναν γλύπτη που δεν μπορεί να δουλέψει τη σμίλη και το μάρμαρο, έναν ζωγράφο που δεν ξέρει τα χρώματα κι ούτε μπορεί να χειριστεί το πινέλο, έναν χειρουργό που είναι αδέξιος με το νυστέρι. Ανατριχιάζεις και μόνο που το λες!

Η τέχνη του Λόγου μαθαίνεται κοπιαστικά με προσοχή και ταπεινότητα, πολύχρονη μαθητεία και μελέτη, όπως όλες οι τέχνες: του χτίστη, του παπουτσή, του ράφτη. Δεν ξυπνά κανείς κάποιο πρωί και λέει: «Είμαι ποιητής. Θα κάτσω στο γραφείο και θα σκαρώσω ένα ποίημα»! Αυτό μπορεί να γίνει ί σ ω ς  –τονίζω, ί σ ω ς– μόνο μετά από μια μακριά μαθητεία σαν κάλφας, παραγυιός του ράφτη ή του παπουτσή, όπως θα ’λεγε κι ο σοφός Σεφέρης ή ως ’πουργός*, βοηθός του χτίστη, όπως θα λέγαμε στα καθ’ ημάς ιδιωματικά, κι αφού πρώτα νιώσει ο μαθητευόμενος ότι «κατέχει καλά» πια την τέχνη του – αν ποτέ μπορεί κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα κάτι τέτοιο… Τόνισα τη λέξη «ίσως», γιατί, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν και παραγυιοί που ποτέ δεν τα καταφέρνουν να γίνουν μαστόροι.



ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΟΥΓΑΝΕΛΗ: —Είναι αυτά αρκετά για να γίνει κανείς ποιητής;



Π.Κ.: —Καθόλου. Από ’δώ κι ύστερα είναι που αρχίζει ο κακοτράχαλος* «ανήφορος», όπου ο ποιητής δουλεύοντας σκληρά πρέπει να ανακαλύψει και κυριολεκτικά να εκ-μεταλλεύσει το υλικό του φέρνοντάς το από το σφραγισμένο θησαυροφυλάκιο του σκότους στο φως. Ύστερα, να το ματσακονίσει για να το καθαρίσει από σκουριές ή από παλιές μπογιές, αν πρόκειται για ξαναχρησιμοποιημένο μετάλλευμα. Σε διαβεβαιώ, Κατερίνα, ότι συχνά δεν κάνομε άλλο στην τέχνη παρά να τυλίγομε τα χιλιοειπωμένα και καλοειπωμένα με νεόκοπο περιτύλιγμα…

Γράφοντας λιγότερο, σκίζοντας περισσότερο, πρέπει να αξιοποιεί στο έπακρο τις σπάνιες στιγμές όταν οι διεργασίες της περίσκεψης, ψύχραιμες και κρυστάλλινες, αρμονικά συμπίπτουν με της καρδιάς τον απείθαρχο χτύπο, στιγμές που, μάλλον καταχρηστικά, αποκαλούμε «έμπνευση», «ενόραση» ή «έλλαμψη» –και κατά τη συνθηματική γλώσσα των νέων της εποχής μας «φλασιά»! Αυτές ακριβώς τις απρόσμενες, τις ευτυχείς στιγμές της ευλογημένης σύμ-πτωσης πολλών καταστάσεων, που άλλοτε έρχονται εντελώς αθόρυβα κι άλλοτε σαν φωτεινά μετέωρα ή βρυχώμενα αγρίμια, μοχθεί ανυποχώρητα ο ποιητής να τιθασεύσει όσο καλύτερα του επιτρέπουν τα εφόδια που κουβαλεί στον ντρουβά* του, προπαντός η εργατικότητα και η αισθαντικότητά του. Κι ας αγωνιά γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να μεταμορφώσει το εκατό τοις εκατό του οράματός του σε Ποίηση, ματαιοπονώντας κάθε φορά στην προσπάθειά του να γράψει το Opus Summum της ζωής του. Η ιδιότητα, λοιπόν, του λογοτέχνη, γενικώς του καλλιτέχνη, δεν είναι λούσο που το φορά κανείς για να επιδειχθεί σαν παγώνι· αντιθέτως, είναι σιωπηλή και γι' αυτό οδυνηρή και δυσβάστακτη αγωνία, αλλά και ευκαιρία αυτεπίγνωσης των ορίων μας, θητεία στον λογισμό και στην ταπεινότητα, αλλά ταπεινότητα ενδιάθετη, πηγαία, ουδαμόθεν επιβαλλόμενη…

Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν ότι κουβαλεί μέσα του το «τάλαντο», την κλίση, τη ροπή, καλύτερα το «ένστικτο», ήτοι το ακοίμητο σκουλήκι που τον τσιγκλάει να γράψει, να δημιουργήσει. Ο αληθινός εργάτης του Λόγου ακόμη κι αν δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του γιατί γράφει –αφού από κανέναν δεν έχει επαρκώς ερμηνευθεί το πώς και το γιατί– είναι ωστόσο βέβαιος για ένα πράγμα: δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να γράφει. Όλα τούτα προϋποθέτουν ακόμη άνθρωπο διαπορούντα, ερωτώντα, με σκέψη που απορρέει από τσερβέλο που δεν είναι ξεγάνωτο μπακίρι, από μυαλό που προσπαθεί να αρθρώσει σκέψεις, να δώσει λόγο και υπόσταση στους λογισμούς αρμόζοντάς τους μεταξύ τους αρμονικά και θελκτικά, ώστε να μπορέσει να τους μοιραστεί με τους συνανθρώπους του. Ο ποιητής, που δεν μπορεί να πετύχει αυτή την επικοινωνία με αυτάδελφους και ομόδειπνους αναγνώστες, είναι σαν να μην υπάρχει. Ποίηση απάνθρωπη δεν γίνεται να υπάρξει, γιατί η Ποίηση, γενικώς η Τέχνη, είναι φιλάλληλη, εκπορεύεται από τον άνθρωπο και τον άνθρωπο έχει αποδέκτη. Η αγκαλιά της Τέχνης είναι μεγάλη κι όλους τους χωρεί: γαλουχεί, φωτίζει, ομορφαίνει, ισορροπεί και ειρηνεύει, χαρίζει αυτεπίγνωση και δικαιώνει, κάνει σεμνότερο και πιο αλληλέγγυο όποιον ευλαβικά κι ανυστερόβουλα την απογυρεύει ή την υπηρετεί…

Από την άλλη, η Τέχνη έχει και την αδυσώπητη όψη της. Είναι απαιτητική, άτεγκτη με τους εργάτες της, ακόμη πιο σκληρή μ’ εκείνους που αποκαλούνται ή αυτοαποκαλούνται έτσι χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν καματέψει* με ιδρώτα τα χωράφια της – αυτούς σύντομα τους ξεσκεπάζει και τους γελοιοποιεί. Δεν συγχωρεί τη φυγοπονία, τις αστειότητες, τις ελαφρότητες σε βάρος της. Δεν διστάζει ν’ απορρίψει, να ισοπεδώσει, να διαμελίσει όποιον δεν της ταιριάζει, όποιον δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί στις υψηλές επιταγές της. Κι αν προς στιγμήν θελήσει να παίξει χαϊδεύοντας κάποιον που δεν το αξίζει, γρήγορα κι απότομα θα τον ξαναβάλει στη θέση του. Είναι «πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα», όπως είπε ο ποιητής, κι είναι υπόθεση μεγάλη και δικαίωση αν κανείς καταφέρει ν’ ανέβει έστω «το πρώτο της σκαλί»:

                              «Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι…».

 
 
Κ.Ζ.: —Θα πάρω το θάρρος να σας ρωτήσω: Με την αριστουργηματική δημοτική ποίηση τι γίνεται; Όλοι οι ανώνυμοι ποιητάρηδες, δικοί μας και ξένοι, που μας άφησαν τις όμορφες μουσικές και τα τραγούδια τους ήταν σπουδαγμένοι κι αυτοί στην κονίστρα της ποίησης;



Π.Κ.: —Τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά μ’ αυτούς. Δυστυχώς, δεν έχω τη χαρά να πω πια «είναι». Κατ’ αρχάς δεν πρόκειται περί ποιητικής κονίστρας ή στίβου στην περίπτωσή τους, διότι κανένας απ’ αυτούς δεν είχε τη συμφοριασμένη συνήθεια του λεγόμενου «λογοτέχνη» που συχνά, αντί ν’ αγάλλεται με τα άξια έργα, τα απωθεί ανταγωνιστικά στο περιθώριο– συχνά δε, πράγμα ελεεινό!, προσπαθεί να εξοντώσει τους άλλους συντεχνίτες του σιναφιού με διαβολές ή και με το πιο φαρμακερό δηλητήριο, την αποσιώπηση. Σε πείσμα όλων τούτων όμως, το σπουδαίο έργο μπορεί κάποτε ν’ αργεί, αλλά πάντοτε βρίσκει την ατραπό προς τις καρδιές των επαρκών αναγνωστών. Αυτό, άλλωστε, δεν επιτάσσει και η Δικαιοσύνη; Ό,τι ανάξιο ν’ αφανίζεται και να μένει μόνο το αποσταγμένο και το πολύτιμο;

Η μουσική, το τραγούδι κι ο χορός, λοιπόν, ήταν άμεσα συνυφασμένα με τη ζωή εκείνων των ανθρώπων, ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας και της κοινωνικότητάς τους κι αυτοί γνώριζαν ενδόμυχα τον τρόπο να τα υπηρετούν καλύτερα. Τόσο καλά, όπως οι άντρες ήξεραν να οργώνουν το χωράφι κι οι γυναίκες να μαγειρεύουν το λιτό, μα τόσο νόστιμο φαγητό τους. Με τη σειρά τους, η μουσική, το τραγούδι, ο χορός τούς πρόσφεραν διασκέδαση, αληθινή ψυχ-αγωγία στην καθημερινότητά τους κι ανακούφιση στις χαλεπές απογυρίδες* της τύχης και της ζωής. Εκείνοι οι άνθρωποι κουβαλούσαν μέσα στο αίμα τους το εφόδιο μιας μοναδικής πηγαιότητας κι είχαν, λόγω των συνθηκών του βίου, την αίσθηση του μέτρου και της οικονομίας σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους. Πώς, λοιπόν, να μην υπάρχουν αυτές οι ιδιότητες του χαρακτήρα τους και στα δημιουργήματα της τέχνης τους; – από την πιο ταπεινή μορφή της, ας πούμε το χτίσιμο μιας ξερολιθιάς, ώς την πιο υψηλή και ασκητική, την αγιογράφηση, αίφνης, του τέμπλου μιας εκκλησίας.

Οι παλιοί δημιουργοί τής αξεπέραστης δημοτικής ποίησης είχαν μαθητέψει προπαντός στο σπουδαίο σχολειό της Παράδοσης, που κουβαλεί αιώνες συλλογικής σοφίας και μνήμης, και ξέρει με μια-δυο απλές κινήσεις να πετά κάθε περιττό ως άχρηστο, αφήνοντας γυμνή και γι’ αυτό τόσο όμορφη την ουσία, όπως ο ψαράς ξέρει με δυο κινήσεις του μαχαιριού να καθαρίζει τα λέπια από το ψάρι και να το αφήνει φρέσκο να σπαρταρά… Άκου:

          «–Κόρη, όταν εφιλιόμαστε, νύχτά ηταν, ποιος μας είδε;
          –Μας είδε τ’ άστρο της νυχτός, μας είδε το φεγγάρι,
          και το φεγγάρι νέσκυψε, της θάλασσας το λέει,
          θάλασσα τό ειπε του κουπιού και το κουπί του ναύτη,
          κι ο ναύτης το τραγούδησε στης λυγερής την πόρτα»1.

Σε ρωτώ, Κατερίνα, ποιος γνωστός ποιητής θα μπορούσε να πει καλύτερα από τον παραπάνω ανώνυμο ότι όσο και να προσπαθούν οι εραστές να κρατήσουν κρυφό τον έρωτά τους αυτός στο τέλος, το θέλουν - δεν το θέλουν, θα αποκαλυφθεί;



Κ.Ζ.: —Νομίζω ότι έχετε απόλυτο δίκιο.



Π.Κ.: —;Παρατηρείς τι ζηλευτή οικονομία μέσων διαθέτει το κεμέρι* του λαϊκού ποιητάρη, πώς πλάθει σαν το ζυμάρι του ψωμιού τη γλώσσα και πόσο αβίαστα χρησιμοποιεί εκείνον τον αρχαίο αλυσιδωτό, κλιμακωτό ή ακριβέστερα ουρανόθεν κατιόντα τρόπο αναφοράς στα πράγματα για ευκολία στην απομνημόνευση του τραγουδιού του; Πώς να μη ζηλεύεις τέτοια Ποίηση που μας έρχεται κατ’ ευθείαν από τις «ακρογιαλιές του Ομήρου», όπως θα ’λεγε ο Ελύτης, και που μόνο με τη ζείδωρη πνοή του αγέρα μπορεί να συγκριθεί;

Αλήθεια, παρεμπιπτόντως, έχεις ποτέ σου ακούσει τι λέει το μικρό κυπαρισσάκι που λυγιέται, όταν του ρίχνεις λίγο νερό; Έχεις ακούσει τι λέει το μελτέμι καθώς περνά φουριόζικο από τις τρύπες της ξερολιθιάς και τι του απαντά ο καλαμιώνας; Λένε…, και τι δε λένε αυτοί οι αξεχώριστοι καμαράδοι*! Μας καλούν να τους ακούσομε, αλλά, τυρβάζοντες περί τα άλλα, δεν βρίσκομε τον χρόνο και φεύγομε απ’ τη ζωή χωρίς ποτέ να μάθομε τα μυστικά τους. Σε λίγο, εκεί γύρω στο τέλος του Νοέμβρη με αρχές του Δεκέμβρη, θ' ανθίσει και η πρώτη αβιόλα του χειμώνα, αυτή που επειδή ακριβώς είναι η πρώτη μυρίζει εντονότερα απ' όλες τις άλλες, που θα 'ρθουν μετά στρατός ολόκληρος. Μπερδεμένες με τη μυρωδιά του μανταρινιού θα φέρουν τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα παιδικά μας χρόνια είτε αυτά ήταν πικρά είτε ευτυχισμένα, και θα προαναγγείλουν δοξαστικά την επικείμενη άνοιξη μέσα στην ίδια την καρδιά του χειμώνα. Όσο συνεχίζει ν' ανθίζει αυτή η αβιόλα υπάρχει για τη γη ελπίς. Λέω για τη γη, γιατί για να πούμε ότι υπάρχει ελπίς και για τον άνθρωπο θα 'πρεπε το δίχως άλλο να γνωρίζομε πώς αυτός την υποδέχεται. Άλλος τη χαϊδεύει. τη φιλεί και χώνοντας το μουσούδι του μέσα της τρυγά μακαρίζοντας την ευωδιά της που μαλακώνει σαν το ζυμάρι την ψυχή. Κι άλλος περνώντας από δίπλα της την ποδοπατεί σκληρός κι αδιάφορος. Κάποτε αναρωτιέμαι αν όλοι οι άνθρωποι μαζί σαν ένας θα μπορούσαν να μυρίσουν, να χαϊδέψουν, να φιλήσουν την πρώτη αβιόλα και ν' ανακράξουν με μια φωνή «Άξιον εστί το ζην» αντί ν' αναλίσκονται σκόρπιοι σε ανάξιες πράξεις κι ευτελείς πρακτικές. Γιατί η σωτηρία –ας μην το κοροϊδεύομε– εξαρτάται και απ' αυτή την υποδοχή της πρώτης αβιόλας – αλλού τη λένε νάρκισσο. Χαλάλι της κι εβίβα. λοιπόν, στην ομορφιά, την ευωδιά της και στο έργο που τάχτηκε να υπηρετεί.

Παρενθετικά και πάλι να σου πω κάτι, που με την ευκαιρία τούτη θεωρώ ότι είναι επιβεβλημένο να ειπωθεί: Αφορά όχι το λαϊκό ποιητάρη, μα τον λαϊκό μάστορα αυτή τη φορά. Προχτές, μπήκα να φωτογραφίσω τ’ απομεινάρια ενός από τα Δυο «χωριά»* απ’ τη Μύκονο2 του Άρη Κωνσταντινίδη, που το επεσήμανε η παρατηρητικότητα του συζύγου σου, αρχιτέκτονα κ. Απόστολου Νάζου. Το καημένο το χωριουλάκι*, από την αιωνόβια ησυχία του, βρέθηκε ξαφνικά, παραζαλισμένο κι αλαλόφωνο*, μέσα στον θόρυβο και το καυσαέριο του καινούργιου περιφερειακού – επί το ακριβέστερο στη Λεωφόρο Κωνσταντίνου Καραμανλή αντί Νικολάου Σουρμελή, όπως θ’ απαιτούσε το γούστο και η Δικαιοσύνη. Είναι στη στροφή της Βρύσης, δίπλα στη βορεινή είσοδο του σπιτιού του ζωγράφου Δέρπαπα και πίσω από τους κάδους των απορριμμάτων της σπάταλης καλοπέρασής μας. Στέκεται εκεί παραπονεμένο, σκυλευμένο από τα πορτοπαράθυρά του και καπελωμένο από ξενοδοχεία, που λειτουργούν συχνά σαν μπαρ και λιγότερο για τον σκοπό που αδειοδοτήθηκαν ξεσηκώνοντας με την ηχορύπανση όλο τον ντουνιά ώς τη Λαγκάδα, πέρα από κάθε έννοια σεβασμού προς τους γείτονες.

Ρίξε του μια ματιά καθώς περνάς κι αν έχεις χρόνο μπες μέσα να το θαυμάσεις – με προσοχή όμως γιατί είναι δύσκολη η πρόσβαση τώρα και κρέμεται η οροφή. Ε, αυτό το ηλικίας ενάμιση αιώνα αλαλόφωνο* χωριουλάκι*, δυστυχώς στο τελευταίο πια, στάδιο της αποσύνθεσής του, αχάιδευ’ο* και παραπονεμένο, βρήκε και πάλι τη χαμένη φωνή του και μου ’πε όσα μόνο τα λεγόμενα «αχειροποίητα» χτίσματα ξέρουν να λένε. Κι ήταν σαν να με εκλιπαρούσε να το σώσω από τα χαλάσματα, την εγκατάλειψη και το σκουπιδαριό. Μακάρι να ’ταν στο χέρι μου! Μου μίλησε ξεψυχισμένα, αλλά κρυστάλλινα, η αξεπέραστη σοφία του λαϊκού μάστορα και με συγκίνησε βαθύτατα το απλόδωρο άρωμα μιας άλλης, ανθρωπινότερης εποχής, που αναδινόταν από το αυλιδάκι, τις παραθύρες*, το μα’ερειό*, το πατάρι, τα μούτουλα* (βορεινό και νοτινό), την ξεκοιλιασμένη στέ’η*, τους κάναλους*, τα πέτρινα πρεβάζια*, τον βόλτο*, τον ιδιότυπο κάπασο* που, όπως δείχνουν τα σχέδια του αρχιτέκτονα, προκαλεί από κατασκευής έως τώρα τους αγέρηδες και τη βροχή.

Αν ο σεβασμός στον πολιτισμό μας ήταν στο επίπεδο που θα ’πρεπε, αυτό το κομψοτέχνημα θα είχε αναστηλωθεί και θα ’ταν επισκέψιμο, γιατί μέσα στη μονόχωρη κατοικία του, από τις ελάχιστες που απομένουν πια, μπόρεσαν να μπουν σ’ εφαρμογή όλα τα σοφά διδάγματα του λαϊκού μάστορα, και να χωρέσει στρατός από πολυμελείς οικογένειες που ανατράφηκαν, έζησαν κι άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί. Σημειωτέον, ότι το σπανιότατο βιβλιαράκι του Κωνσταντινίδη, συγκινητικό δώρο του ίδιου, μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να το ξεφυλλίσει και να το διαβάσει στη βιβλιοθήκη μου.



Κ.Ζ.: —Ξεκινάτε συχνά, λόγω της αγάπης και της γνώσης για τον τόπο σας, τον τόπο μας, από την εντοπιότητα και την παράδοσή του, τη μυκονιάτικη και την ελληνική. Όμως κατορθώνετε με την τέχνη σας ό,τι κατά τη γνώμη μου είναι πολύ δύσκολο, αυτό που νομίζω ότι λίγοι λογοτέχνες το καταφέρνουν: Να προσδώσετε στα δημιουργήματά σας, ποιητικά και πεζά, παναθρώπινο και οικουμενικό χαρακτήρα, χαρακτήρα δηλαδή που αφορά τον άνθρωπο ως είδος. Γι’ αυτό ακριβώς και η κριτική έχει χαρακτηρίσει εσάς τον ουσιαστικά αταξίδευτο ή –για να μην υπερβάλω– τον λιγοταξιδεμένο εν πάση περιπτώσει για τα δεδομένα της εποχής μας άνθρωπο, ως «γνήσια κοσμοπολίτη συγγραφέα». Θα ήθελα να μάθω ποιο είναι το κλειδί για να πετύχει αυτό;



Π.Κ.: —Είναι κάτι που πράγματι το επιδιώκω στη γραφή συνειδητά, αλλά δεν ξέρω αν το καταφέρνω τόσο συχνά όσο επισημαίνει η κριτική. Υπάρχουν διάσημοι συγγραφείς, πραγματικοί δεξιοτέχνες, που ενώ ξεκινούν από τον μικρό τόπο τους δεν περιχαρακώνονται «ηθο-γραφώντας» μέσα στα στενά κι ασφυκτικά όριά του – προσωπικά ποτέ δεν ένιωσα «στενά κι ασφυκτικά» στον τόπο μου, εκτός από τα τελευταία καλοκαίρια της τουριστικής υπερβολής, που αντί ν’ «ανοίγουν» το νησί προς τον κόσμο, το κλείνουν και το στρυμώχνουν στο περιθώριο, έτσι που τα κάναμε. Κι ο ποιητής, αδύναμος, κάθεται κάθε καλοκαίρι και στιχουργεί αλά Matsuo Bashō (1644-1694) σύντομα ληρολογήματα :


                                         Και με μελτέμι
                                         νοσταλγώ το μελτέμι
                                         στη Μύκονο
ή
                                         Και με μελτέμι
                                         νοσταλγώ τη Μύκονο
                                         στη Μύκονο…

Αλλά όλα αυτά είναι μια άλλη, όχι της παρούσης στιγμής, θλιβερή ιστορία…


Αν αφήσομε κατά μέρος τούς πολύ παλιούς, αξεπέραστους κλασικούς, πρέπει ν’ αναφέρω κάποια τρανταχτά ονόματα που ενώ γράφουν για την πατρίδα τους και τους ανθρώπους της είναι σαν να γράφουν για όλο το ανθρώπινο γένος ανεξαρτήτως χρόνου, τόπου και εποχής: Ας πούμε, ο Ρώσος Αντόν Τσέχωφ, του οποίου πολλά από τα διηγήματα έχει μεταφράσει τόσο μαστορικά η Μέλπω Αξιώτη ώστε να ’χεις την εντύπωση ότι αυτά γράφτηκαν απ’ ευθείας στα ελληνικά, o Γάλλος Μαρσέλ Προυστ, που κι αυτός αξιώθηκε να ’χει πανάξιο μεταφραστή στη γλώσσα μας, ο Ιρλανδός Τζέιμς Τζόυς και πολλοί άλλοι. Κι απ’ τους ζώντες σήμερα, όσο μπορώ να γνωρίζω, ο επίσης Ιρλανδός (δεν είναι τυχαίο) Ουίλιαμ Τρέβορ, ο συνομίληκός μου, επίσης Γάλλος Πιερ Μισόν… Για να ξαναγυρίσω στην ερώτησή σου, νομίζω ότι αυτό πετυχαίνεται τόσο καλύτερα όσο βαθύτερος γνώστης είναι κανείς της παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας, αρχαίας, παλαιάς και σύγχρονης, αλλά προπαντός όσο παρατηρητικότερος και βαθύτερος γνώστης είναι των μυστικών της ανθρώπινης ψυχής.



Κ.Ζ.: —Ναι, αλλά πώς τα καταφέρνει ένας δημιουργός να είναι μοντέρνος και συγχρόνως κλασικός;



Π.Κ.: —Με πρόλαβες. Γι’ αυτό ακριβώς σκόπευα να σου μιλήσω τώρα. Σου απαντώ, λοιπόν, όσο πιο συνοπτικά και συμπερασματικά μπορώ, ότι πρέπει απαραιτήτως να έχει την ικανότητα να χειρίζεται με εξαιρετική επιδεξιότητα τα μυστικά της τέχνης που υπηρετεί, τα παλιά, τα καινούργια κι αυτά που ο ίδιος ανακαλύπτει. Να κορφολογεί τα σοφά διδάγματα της πλούσιας, όχι μόνο ελληνικής, αλλά και παγκόσμιας Παράδοσης, ανώνυμης ή επώνυμης, με άλλα λόγια όλα αυτά, που όπως λέει κι η λέξη, έχουν παραδοθεί , κληροδοτηθεί σ’ εμάς, χωρίς να διστάζει ν’ απορρίπτει ό,τι έωλο και μπαγιάτικο τής ανήκει. Μόνον έτσι δημιουργείται σύγχρονη Τέχνη, ταυτοχρόνως όμως ριζωμένη βαθιά στο πολύρριζο δέντρο της Παράδοσης, Τέχνη πανανθρώπινη και άχρονη, που δεν παλιώνει εύκολα, αγέραστη και μοντέρνα, αφού τη διακρίνει μέτρο και οικονομία, υψηλή μαστοριά, ανυποχώρητη ποιότητα, γνήσιος ουμανισμός και αποφυγή κάθε προχειρότητας ή φλυαρίας. Δυστυχώς, έχει σε μερικούς εδραιωθεί η πεποίθηση ότι κάθε μοντέρνο κίνημα αυτομάτως ακυρώνει όλα τα προηγούμενα. Σαν να λέμε, δηλαδή, ότι ο Σοφοκλής, ο Σαίξπηρ και ο Θερβάντες είναι άχρηστοι πια αφού έχομε τον Μπέκετ, τον Ιονέσκο και τον Τζόυς! Αυτό είναι εντελώς λάθος. «Οι συρμοί έρχονται και παρέρχονται, ενώ το πρωτογενές παραμένει παρέχοντας μιαν αέναη δυνατότητα για όλο και νέες αφετηρίες», υποστηρίζει ο Carl Orff (1895-1982)3. 
Κάθε αληθινά «μοντέρνο» κίνημα που πραγματικά ανανεώνει την Τέχνη πρέπει απαραιτήτως να έχει πρώτα βυζάξει τα δοκιμασμένα καλά της Παράδοσης ώστε να έχει αξία και διάρκεια, πρέπει να έχει πιει γάργαρο νερό από την πάντα αναβρύζουσα πηγή της Παράδοσης κι αφού πάει ένα βήμα πιο μπροστά ανανεώνοντας την Τέχνη και δίνοντάς της μια νέα προοπτική και δυναμική, να την επιστρέφει εμπλουτισμένη στην ίδια την πηγή της. Πρόχειρα, εξέχοντα και γνωστότατα παραδείγματα στη Μουσική το έργο του Ούγγρου Béla Bartók (1881-1945), του Ρουμάνου George Enescu (1881-1955), του Νίκου Σκαλκώτα (1904-1949), και στην Ποίηση, για ν' αρκεστούμε μόνο στη δική μας  «κλασικά» πλέον νεοτερική ποίηση, του Νίκου Γκάτσου (1911-1992) και του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971).
Η εφήμερη μόδα σε μορφή και περιεχόμενο, η πλοκή χάριν της πλοκής στη λογοτεχνία κι όχι για τις πραγματικές ανάγκες ενός μυθιστορήματος ή, ακόμη, οι επί τούτω σκανδαλιστικές περιγραφές, είναι πράγματα που εύκολα θαμπώνουν και παρασύρουν τον κάθε αναγνώστη. Όπως παρασύρει σήμερα τον κατ’ επίφαση «φιλόμουσο» το τραγουδάκι της μιας χρήσης ή τον λαίμαργο το φαγητό, που έγινε πεντανόστιμο μόνο και μόνο επειδή έχουν προστεθεί από τον παμπόνηρο τον μάγειρα λογιώ’-τω’-λογιώ’ καρυκεύματα, κάποτε μάλιστα και «ενισχυτικό της γεύσης» γλουταμινικό μονονάτριο, προκειμένου ν’ απογειωθεί χημικά (κι ανθυγιεινά) η γευστικότητά του. Αυτού του είδους η νοστιμιά όμως δεν σημαίνει πως ό,τι τρώει κανείς τόσο απολαυστικά είναι και το καλύτερο. Έχω κι εγώ μείνει ξάγρυπνος νύχτες ολόκληρες στην εφηβεία μου για να τελειώσω αστυνομικά μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι και του Σαρλ Εσμπραγιά – και τό απόλαυσα. Ναι, είναι αλήθεια ότι το μήκος και το εύρος του είδους μυθιστόρημα «επιτρέπουν», ας πουμε έως ένα σημείο, τέτοιες «ατασθαλίες», τέτοια νερώματα του άκρατου οίνου – ξαναγυρίζω στο «φαγοπότι», όπως διαπιστώνεις!



Κ.Ζ.: —Και με το διήγημα που υπηρετείτε τώρα εσείς, πώς είναι τα πράγματα; Είναι κι εκεί ίδιες οι δυσκολίες και τα προβλήματα;



ΠΚ.: —Στο διήγημα τα «ρήματα» ειναι ίδια, αλλά και διαφορετικά. Η εκ των πραγμάτων σύντομη φόρμα του δεν μπορεί παρά να διέπεται από πειθαρχία κι αυστηρή οικονομία που σπάνια τη συντυχαίνεις σε μυθιστόρημα. Το διήγημα περισσότερο, και λιγότερο η νουβέλα, δεν μπορούν παρά από τη φύση τους ν’ αποβλέπουν μόνο στο ουσιώδες. Γι’ αυτό συχνά παρομοιάζω το διήγημα με δυναμίτη. Αν πράγματι είναι καλό, μπορεί με δυο-τρεις σελίδες, όπως ένα ολιγόστιχο αλλά δυνατό ποίημα, να μας τινάξει ακαριαία μεσοούρανα, χωρίς καν ν’ ακουστεί κρότος, κι ύστερα να μας κατεβάσει απαλά επί πτερύγων ανέμων, άτρωτους από ’κεί πάνω. Στο μυθιστόρημα έχεις να τιθασεύσεις και να οργανώσεις με σοφό και θελκτικό για τον αναγνώστη τρόπο ένα συνήθως ογκώδες υλικό· πράγμα πολύ δύσκολο. Στο διήγημα πρέπει να βρεις τρόπους για να δώσεις συμπυκνωμένη τη δύναμη και τη ζωντάνια σ’ ένα περιορισμένο σε όγκο υλικό· πράγμα εξίσου δύσκολο. Και στις δυο περιπτώσεις έχεις ένα και το αυτό εργαλείο, τη γλώσσα, και πρέπει κόβοντας, στριφώνοντας, γαζώνοντας, μπαλλώνοντας και προπαντός ξηλώνοντας να πετύχεις διαφορετικά αποτελέσματα. Έχοντας προσωπικά ξεκινήσει τη γραφή μου από την Ποίηση, όπως συνήθως συμβαίνει στους εργάτες του Λόγου, κατέληξα «φυσιολογικά» στο διήγημα, το πιο συγγενές προς την Ποίηση λογοτεχνικό είδος. Δεν νομίζω ότι θέλω ή μπορώ να γράψω μυθιστόρημα, όμως αν κάποτε συμβεί κάτι τέτοιο, είναι βέβαιο ότι θα το δουλέψω, γλωσσικά τουλάχιστον, με την ίδια προσοχή κι επιμονή που το κάνω και στα διηγήματά μου… Αν πάντως, για να γίνομε πιο παραστατικοί, θελήσομε να μιλήσομε με μουσικούς και πάλι όρους, θα παρομοίαζα το ποίημα μ' ένα σολιστικό μουσικό κομμάτι, κυρίως με μιαν πιανιστική σονάτα, το μυθιστόρημα με μια συμφωνία με ή χωρίς φωνές, και για το διήγημα θα επεφύλασσα τη θέση ενός κουαρτέτου εγχόρδων!  Όσο για τα δικά μου διηγήματα παρά το μικρό συχνά μήκος τους εμένα μ’ αρέσει να τα ονομάζω «μυθ-ιστορίες», παραμύθι και ιστορία μαζί. Σωστότερο θα ήταν κάποια από αυτά λόγω της συντομίας τους να καταταγούν στο διηγηματικό είδος που τόσο πετυχημένα ονομάζομε στις μέρες μας «flash fiction», «nano fiction» ή και «διήγημα-μπονζάι», ένα δηλαδή εξαιρετικά συμπυκνωμένο, υπέρμικρο διήγημα. Το γνωστότερο συντομότερο παράδειγμα του είδους, πεντ’-έξι λέξεις όλες κι όλες, πιο σύντομο κι από ένα χάι-κου, το έχει γράψει ο Έρνεστ Χέμινγουαιη: «Πωλούνται: παιδικά παπούτσια, εντελώς αφόρετα!». Νά το, ακριβώς το σημείο όπου συμφύρονται και γίνονται ένα και το αυτό τα δύο είδη, «διήγημα» και «ποίηση», με αποτέλεσμα να απελευθερώνουν ασύλληπτες δυνάμεις, παραλλήλως όμως να ξαπολύουν και μεγάλους κινδύνους!

Τα δικά μου διηγήματα είναι μια προσπάθεια συγκερασμού πολλών αντίθετων σε πρώτη ματιά πραγμάτων. Το έναυσμά τους μπορεί να είναι ο,τιδήποτε, το πιο άσχετο ή ασήμαντο περιστατικό, μια ηθογραφική ή λαογραφική πληροφορία ή στοιχείο –γιατί όχι;–, ένα καθημερινό συμβάν, μια νοσταλγική συνήθως ανάμνηση που ανακαλείται με παράξενες διεργασίες εντελώς απρόσκλητα στο μυαλό μας, φτάνει όλα αυτά οπωσδήποτε να προσφέρονται για να τα προχωρήσει κανείς πιο πέρα λέγοντας με αφορμή τους ουσιαστικά πράγματα. Γράφοντας –ποίηση ή πεζό– προσπαθώ να συγκεράσω ό,τι καλύτερο μας έχει προικοδοτήσει η παράδοση με ό,τι αξιοσημείωτο έχει πετύχει η λογοτεχνική γραφή στον 20ό αιώνα. Τι καταφέρνω κάθε φορά θα το πει ο αναγνώστης μου και προπαντός θα το πει ο Χρόνος. Όμως ας μην επεκταθούμε περισσότερο στα περί διηγήματος. Ίσως βρεθεί κάποια άλλη ευκαιρία να πούμε περισσότερα διαβάζοντας αντιπροσωπευτικά δείγματα από την ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία: Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Ιωάννου, Τσέχοφ, Πόου, Μοπασάν, Πιραντέλο, Τζόυς, Μπόρχες, Νταλ...

Πάντως, για να κλείσομε με το θέμα της Παράδοσης πρέπει να διευκρινίσομε ότι οι λέξεις «Παράδοση», «Ελληνικότητα», «Εθνικισμός», «Πατριωτισμός» δεν είχαν εξαρχής τη στρεβλή έννοια που τις φόρτωσαν οι ακρότητες του φανατισμού και του δογματισμού, καθώς και οι διάφορες πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες από τις παραμονές του τελευταίου Μεγάλου Πολέμου κι εδώθε. Οι λέξεις αυτές απογυμνώθηκαν σταδιακά από την πρωταρχική ουσία τους εξαιτίας όλων των παραπάνω, και τα τελευταία χρόνια έλαβαν τη χαριστική βολή από έναν γελοιωδώς υπερβάλλοντα ζήλο τής ακριβώς απέναντι όχθης, που βάλθηκε να αποδείξει την «προοδευτικότητα», τον «κοσμοπολιτισμό» και την «ανοιχτομυαλοσύνη» της με τον διασυρμό ή την καθολική απόρριψή τους! Πιάσ' τα μυαλά μας! Σε πιο προσεκτικές από τη δική μας εποχές «Παράδοση» σήμαινε τον κριτικό σεβασμό σ' ό,τι σοφό από το παρελθόν και τους αντιπροσώπους του, που ως εφαλτήριο βοηθούσαν το άλμα, εάν αυτό βεβαίως συνοδευόταν ταυτοχρόνως με αποσκορακισμό της όποιας άχρηστης σκευής – ποια συγκομιδή, άλλωστε, δεν έχει σκύβαλα; «Εθνικισμός» σήμαινε την άδολη αγάπη και έγνοια κάποιου για τον τόπο του, όπως και την απορρέουσα εξ αυτών ιαματική δυναμικότητα σε κάθε επίπεδο. Οι κενές αυτές στην εποχή μας λέξεις, μάλλον οι «κακές» αυτές λέξεις –πιπέρι στο στόμα!– βοηθούσαν παλιότερα να υπάρχει κάτι σημαντικό, κάτι που απουσιάζει με τραγικές συνέπειες σήμερα: η αυτογνωσία, που συχνά προστατεύει όχι μόνο από τη γελοιοποίηση, αλλά και από τα μοιραία στραβοπατήματα σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο». Τελικά, φαίνεται πως όταν όλοι υποστέλλουν τη σημαία, είναι ώρα οι σώφρονες άνθρωποι να κάνουν την έπαρσή της...



Κ.Ζ.: —Θα ήθελα τώρα να μου εξηγήσετε το εξής περίεργο που συμβαίνει στις μέρες μας: να γίνονται μπεστ-σέλερ βιβλία που ένα εξάμηνο αργότερα έχουν συνήθως ξεχαστεί και κανείς δεν μιλάει πια γι’ αυτά;



Π.Κ.: —Ακριβέστερα, θα ’λεγα, πως αφού διαβαστούν, οι αναγνώστες τους αδιαφορούν ύστερα παντελώς γι’ αυτά. Τα πονηρά τερτίπια πλοκής και δράσης, που κατα κόρον χρησιμοποιούν κυρίως τα περισσότερα σύγχρονα ευπώλητα μυθιστορήματα, και δη τα ελληνικά, προσπορίζουν μεν στον συγγραφέα περιστασιακούς αναγνώστες, αφού οι άνθρωποι από τη φύση τους ρέπουν προς την ευκολία και τα γαργαλιστικά θέματα, αλλά είναι βέβαιο ότι αν ένα βιβλίο διαθέτει μόνον αυτά, όσο ευχάριστα κι αν διαβάστηκε, είναι ένα κακό βιβλίο στο οποίο δεν επιστρέφει ο αναγνώστης γιατί τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει πια εκεί να δει, όπως δεν ξαναγυρίζει ο θεατής σε μια κινηματογραφική ταινία που τον απογοήτευσε. Τα προϊόντα αράδας όσο ευρεία κατανάλωση κι αν έχουν δεν «προχωρούν» τη γραφή ούτε ένα χιλιοστό πιο πέρα, γι’ αυτό δικαίως ανέκαθεν είχαν, και έχουν, ημερομηνία λήξης σαν τα είδη διατροφής. Μάλιστα, ο γνωστός κριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας George Steiner την ομιλία του στην έκθεση βιβλίου του Τορίνο το 2000 έφτασε να επισημαίνει και ν' αναρωτιέται: «Η πρόσληψη, η απόλαυση των "σκουπιδιών" είναι ένας αυτοακρωτηριασμός του πνεύματος. Άραγε το πλατωνικό ιδεώδες της λογοκρισίας είναι εντελώς εσφαλμένο;»4.
Στο καλό βιβλίο ακόμη κι αν δεν υπάρχει παρά ελάχιστη, καθόλου ή αδιάφορη δράση, μια επιδέξια πένα μπορεί να το κάνει να πει τα πιο αξιοσημείωτα και σπουδαία πράγματα. Ε, αυτό το βιβλίο δεν θα ξεχαστεί τόσο σύντομα κι είναι σίγουρο ότι ο αναγνώστης θα επιστρέψει σ’ αυτό για να το κανακέψει και να το χαϊδέψει, για να ξαναμυρίσει και να ξαναγευτεί πεντανόστιμες κι ολόφρεσκες τις ευωδιές και τις γεύσεις της πρώτης ανάγνωσης, χωρίς κουκουλώματα, χωρίς παγαποντιές στο μαγείρεμα – και χωρίς την προσθήκη «ενισχυτικού της γεύσης»! Στη δεύτερη μάλιστα ανάγνωσή του η γεύση και η επίγευση είναι ακόμα πιο έντονες, αφού έχομε ήδη παρμένη την πρόγευση την πρώτη φορά.



Κ.Ζ.: —Για να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου εδώ θέλω να σας υπενθυμίσω ότι στη λογοτεχνία υπάρχουν και συγγραφείς που κάποτε δεν δίνουν και μεγάλη σημασία στη μορφή των γραφτών τους, αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να έχουν γίνει κλασικοί…



Π.Κ.: —Επί παραδείγματι ο Ντοστογιέφσκι, λιγότερο ο Θερβάντες. Όμως, ο Ντοστογιέφσκι κι ο κάθε Ντοστογιέφσκι της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ήταν υπέρλαμπρες εξαιρέσεις, είχαν σπουδαίο περιεχόμενο στα συνήθως «ογκώδη» γραφτά τους, απίστευτο περιεχόμενο, που όχι μόνον εξισορροπεί τη γλωσσική αταξία, όπου αυτή υπάρχει, αλλά και σε αναγκάζει να ξεχάσεις ολότελα κάθε έλλειψη γλωσσικού νοικοκυρέματος. Τα προτερήματα, που έκαναν αθάνατο το έργο τους, προς μεγάλη ευφροσύνη και διδαχή ημών των αναγνωστών, δεν μπορούμε παρά να τα θαυμάζομε και να τα απολαμβάνομε. Εμείς δε οι ελάσσονες να διδασκόμαστε από αυτά και κάποτε –είναι συγγνωστό και νόμιμο– να τα ζηλεύομε κιόλας…

Ωστόσο, θέλω να επιμείνω στο κύριο χαρακτηριστικό του κανόνα που λέει ότι ένα γνήσιο έργο τέχνης μπορεί και πρέπει να είναι άρρηκτα δεμένο με τον τόπο και την εποχή στην οποία δημιουργήθηκε, αλλά ο αρμονικός συγκερασμός της μορφής (που δεν παράγει μόνο νοήματα, αλλά οφείλει και να τα ντύνει με ομορφιά) και του περιεχομένου, ή όπως λέμε σήμερα, του σημαίνοντος και του σημαινομένου, όλα τα υπόλοιπα που αναφέραμε πιο πάνω και το καθιστούν έργο τέχνης, η αξία του τελοσπάντων, το θέτουν κατά κάποιον τρόπο εκτός τόπου και χρόνου παρέχοντάς του τη δυνατότητα να λειτουργεί εξίσου απρόσκοπτα όπου άνθρωποι επιγής. Του δίνουν εκείνη τη χρονική οικουμενικότητα που εν δυνάμει εμπεριέχει όχι μόνο τις περαζούμενες εποχές, αλλά και τους μελλοντικούς καιρούς στην καρδιά των οποίων επίσης θα μιλήσει.

Ιδού, λοιπόν! Νομίζω ότι ανάφερα τα αντίδοτα που κάνουν την Τέχνη ν’ αντέχει σ’ ό,τι θεωρούμε σκληρότητα και καταφορά του Χρόνου, ενώ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για Δικαιοσύνη, που αργά ή γρήγορα βάζει κάθε κλέφτη και κλεφτράκο στον πάγκο του χωρίζοντας την ήρα από το σιτάρι.



Κ.Ζ.: —Έχει ειπωθεί από μερικούς, ότι οι καλλιτέχνες εκφράζοντας απόψεις περί τέχνης δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υποστηρίζουν το ίδιο το έργο τους. Δεν ξέρω αν ισχύει ή όχι κάτι τέτοιο, αλλά βρίσκω ότι έχει μια δόση αλήθειας. Εσείς τι λέτε;



Π.Κ.: —Όσο αντικειμενικός, γρηγορών ή σεμνός κι αν είναι ο δημιουργός δεν μπορεί εντελώς ν’ αποφύγει τη δημηγορία υπέρ του προσωπικού του έργου. Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση δεν νομίζω ότι αλλάζει ούτε κατά κεραία την ουσία του πράγματος και δεν βλέπω τον λόγο που θα μπορούσε κάτι τέτοιο να θεωρηθεί μεμπτό ή αρρωστημένο: ο δημιουργός όχι μόνο νομιμοποιείται να έχει τις απόψεις του, αλλά επιβάλλεται και να τις υπερασπίζεται επιχειρηματολογώντας, γιατί έτσι από την αντίθεση και τη σύνθεση ποικίλων γνωμών μόνο καλό προκύπτει, φτάνει να υπάρχει διάθεση και ευρύτητα πνεύματος ανάμεσα στους διαμειβόμενους.

Κι επειδή πολλή συζήτηση έγινε μεταφορικά εδώ για φαγητά και γεύσεις και μας άνοιξε η όρεξη, τι λες;, θα μείνεις να πιούμε ένα ποτήρι κρασί; Έχω καλό φαγητό απόψε, «γκιουβέτσι», όπως έλεγε κι ο Παπαδιαμάντης που πολύ τ’ αγαπούσε, ιδιαίτερα όταν συνεστιαζόταν και συνέπινε με φίλους, καληώρα σαν τώρα. Υπάρχει κι εξαιρετικό, παλιωμένο κρασί, πολύτιμο και για μια επιπλέον αιτία: Είναι το τελευταίο που πάτησε ο πατέρας μου το 1999! Το κρατούσα για περίσταση σαν τη σημερινή. Τηλεφώνησε, λοιπόν, στον αρχιτέκτονά μας να ’ρθει. Όπως βλέπεις, προσπαθώ να σε δελεάσω…



Κ.Ζ.: —Ευχαριστώ πολύ. Θα το κάνω.
Όπως όλοι οι μαθητές σας γνωρίζομε από τα μαθητικά μας χρόνια, τότε που με υπομονή, μέσα σε αντίξοες συνθήκες και πολεμικές, προσπαθούσατε να μας μυήσετε στα μυστικά της τέχνης της Μουσικής, είστε από τους γνώστες τής λεγόμενης κλασικής μουσικής – και όχι μόνο. Μας έκανε τότε εντύπωση που μας λέγατε ότι «ένας ποιητής όταν διαβάζει τα ποιήματά του είναι σαν τον συνθέτη που ερμηνεύει τα έργα του»… Αν κι εργάτης του Λόγου ο ίδιος, ισχυρίζεστε με παρρησία ότι «η Μουσική είναι η υπερτάτη των τεχνών» και έχετε εκφράσει δημόσια τη λύπη σας που δεν ξέρετε να παίζετε κάποιο μουσικό όργανο. Νομίζετε ότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, θα σας απέτρεπε από το να γράφετε;



Π.Κ.: —Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Ίσως να με λύτρωνε από το μαρτύριο της γραφής και να με ξανάριχνε σ’ ένα άλλο μέσον, γλυκύπικρο κι αυτό, για να εκφράζω τους καημούς μου. Θα είχα τότε αχώριστο σύντροφο (και βασανιστή πάλι) το σπινθηρίζον και ζωογόνο «πνεύμα - φύσημα» τη Μουσικής, τον Άριελ, για να με πιλατεύει –και να τον πιλατεύω– στην προσπάθειά μου κάτι να δημιουργήσω ξανά. Όσο για τον χαρακτηρισμό της Μουσικής ως «υπερτάτης Τέχνης» δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που το λέει. Ο πρώτος που το υποστήριξε με ζέση ήταν ο rthur Schopenhauer (1788-1860)

Ο Θερβάντες και ο Σαίξπηρ, στους οποίους αναφέρθηκα πιο πάνω, ήταν σύγχρονοι, με μια διαφορά ηλικίας δεκαεπτά ετών ο ένας από τον άλλο. Πέθαναν κι οι δυο το 1616, ο Σαίξπηρ μόλις πενήντα δύο ετών. Όχι μόνο δεν συναντήθηκαν όσο ζούσαν, αλλά το πιθανότερο είναι ότι κανείς από τους δυο δεν είχε ιδέα για την ύπαρξη του άλλου, άλλωστε οι λαοί τους, Ισπανοί κι Εγγλέζοι, ήταν στα μαχαίρια τότε. Κι οι δυο τους όμως συμφωνούν για τη Μουσική. Ο Σαίξπηρ λέει στον Έμπορο της Βενετιάς: «Μην εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο που δεν έχει μέσα του τη μουσική, η ψυχή του είναι μαύρη σαν το έρεβος…». Ο Θερβάντες λέει στον Δον Κιχώτη: «Όπου υπάρχει μουσική εκεί κακό δεν χωράει».

Το ερώτημα που έχει επανειλημμένως τεθεί είναι αν μπορούμε μετά το Auschwitz, όπου σημειωτέον υπήρχε μουσική –πώς όμως υπήρχε!–, να ισχυριζόμαστε ακόμη αυτό που διατείνεται ο Ισπανός συγγραφέας. Η γνώμη μου είναι πως, ναι, αλίμονό μας αν δεν μπορούσαμε! Ακόμη και στους σημερινούς μικρόψυχους καιρούς της αλματώδους τεχνικο-επιστημονικής προόδου και της ηθικής αθλιότητας που ζούμε, ναι, πιστεύω πως όπου υπάρχει αληθινή Μουσική «εκεί κακό δεν χωράει». Λέω αληθινή γιατί η Μουσική δεν είναι μόνο η μια όψη της, εκείνη της αισθητικής απόλαυσης, η οποία απλώς έξυνε τ’ αφτιά των εθελοτυφλούντων υπανθρώπων του Άουσβιτς και των άλλων στρατοπέδων του θανάτου. Μουσική είναι προπαντός η πλευρά της πνευματικής και δη της ηθικής της διάστασης. Αν χωρίσεις τη μια ιδιότητα από την άλλη, τότε δεν μπορείς πια να μιλάς για Μουσική, για Τέχνη. Η πνευματική και η ηθική διάσταση της Μουσικής απουσίαζε από το Άουσβιτς όχι εξαιτίας της ίδιας της Μουσικής, που άλλωστε παιζόταν εξαιρετικά από τους μελλοθάνατους δεξιοτέχνες Εβραίους μουσικούς, αλλά εξαιτίας των «Αρείων» αποδεκτών της – σιγά τα ωά! Οι βασανιστές του Άουσβιτς είχαν βάναυσα εξορίσει από τη σκληρή καρδιά τους τη μουσική· την άκουγαν, αλλά ήταν ανίκανοι να τη νιώσουν:

    «Μαύρο γάλα της αυγής πίνουμε το βράδυ
    το πίνουμε μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα
    πίνουμε και πίνουμε
    σκάβουμε έναν τάφο στους αιθέρες εκεί κανένας δεν στενάζει…
                  
    Παίξτε πιο γλυκά το θάνατο ο θάνατος είναι μαέστρος από τη
                      Γερμανία
    τραβάτε στα βιολιά τις δοξαριές πιο σκοτεινές έτσι σαν καπνός θα
                     σηκωθείτε στον αέρα
    έτσι έναν τάφο θα ’χετε στα σύννεφα εκεί κανένας δεν στενάζει…»,

 θα πει η συγκλονιστική «Φούγκα θανάτου» ενός παθόντος, του σπουδαίου ποιητή Πάουλ Τσελάν (1920-1970)5.

Για εμένα πάντως η Μουσική, η πιο συγγενική προς τη Λογοτεχνία τέχνη μαζί με τη Ζωγραφική, όπως έχει ήδη επισημανθεί από την αρχαιότητα, είναι η πνευματικότερη, η πιο μυστηριακή και συγχρόνως η πιο άμεση μορφή τέχνης. Θυμίζει βέλος που εξακοντίζεται και βρίσκει κατ’ ευθείαν την καρδιά. Τα εργαλεία της είναι ο Αγέρας κι ο Χρόνος· μόλις σταματά να «παίζει». γίνεται καπνός και πάει. Δεν είναι από μόνο του μυστήριο αυτό;

Σκέφτομαι τώρα ότι όλα τούτα που προσπαθώ να σου πω για τη Μουσική, την Ποίηση, την Τέχνη γενικά, θα μπορούσαν να ειπωθούν πολύ καλύτερα και πιο σύντομα με τις ποιητικές και μουσικές στροφές της περίφημης Φαντασίας για πιάνο, χορωδία και ορχήστρα του Μπετόβεν, όπου ο συνθέτης προαναγγέλλοντας κατά κάποιο τρόπο το φινάλε της Ενάτης Συμφωνίας του κάνει τον δικό του συγκερασμό ποίησης και μουσικής διασαλπίζοντας με τον πιο κατηγορηματικό και κυριολεκτικά εκκωφαντικό τρόπο το «πιστεύω» του γι’ αυτές τις δυο τέχνες. Άκου:

                                   «Wenn der Töne Zauber walten
                                   und des Wortes Weihe spricht,
                                   muß sich Herrliches gestalten,
                                   Nacht und Stürme werden Licht…»

Και κάπως ελεύθερα:

                                   «Όταν σωστά τιμονεύεις τον μαγικό τον ήχο
                                   και λες τις λέξεις τις γιομάτες τρυφερότητα,
                                   τότε σαρκώνεται το θαύμα μπρος στα μάτια σου,
                                   η σκοτεινιά κι η καταιγίδα γίνονται φως…».

Ο Γιαν Σιμπέλιους (1865-1957) πίστευε, όπως την ινδική βιοθεωρία, ότι η Μουσική βρίσκεται στην ανώτατη βαθμίδα του κόσμου: «Τι μου μιλάτε για φόρμες;", φώναζε αγανακτισμένος όταν κανείς επέμενε στο σχήμα κι όχι στην ουσία της Μουσικής, «εδώ δεν πρόκειται για φόρμα, αλλά για ζωή και για θάνατο». Κι είναι ακριβώς αυτή η μονόμπαντη άγρα της φόρμας στα σύγχρονα ρεύματα της μουσικής, που παρά τα εντυπωσιακά κάποτε επιτεύγματά της, οδηγεί τη Μουσική σε απ-ανθρωπισμένες, επικίνδυνες ατραπούς. Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι (1882-1971) τονίζει ότι «αυτό που έχει σημασία είναι ο ακροατής να δημιουργήσει μια ενεργητική σχέση με τη Μουσική, γιατί μπορεί κανείς να ακροάται χωρίς να ακούει, όπως μπορεί να κοιτάζει χωρίς να βλέπει». Αλλά και για τον παλιότερο Μόντεστ Μουσόργκσκι (1839-1881) «ο υψηλότερος σκοπός της Τέχνης είναι να μιλήσει στην ανθρωπότητα με τη γλώσσα της αλήθειας, γιατί ο αληθινός καλλιτέχνης πρέπει να αγαπάει την ανθρωπότητα με το ίδιο πάθος που αγαπάει την τέχνη του, και είναι εκείνος που αφιερώνει τη ζωή του στην Τέχνη για χάρη της ανθρωπότητας...»6.



Κ.Ζ.: —Πώς κι εσείς, που από παιδάκι αγαπούσατε τόσο τη μουσική, όπως μας λέγατε στο σχολείο, δεν μάθατε σαν παιδί ένα μουσικό όργανο;



Π.Κ.: —Στα χρόνια της δικής μου παιδικής ηλικίας –μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του 1950– δεν είχαμε στον τόπο μας τα σημερινά μπερκέτια*, μουσικές σχολές και φροντιστήρια παντός είδους και γούστου, τα χρήματα ήταν λειψά και οι ανάγκες άλλες. Μια ερώτηση δε του πατέρα μου, αν ήθελα να μαθητέψω κοντά στον μπουζουξή του νησιού για να με μάθει… μαντολίνο, έμεινε μετέωρη κι απραγματοποίητη. Κι αφού το ’φερε η κουβέντα, ας μνημονέψομε τον παρ’ ολίγο δάσκαλό μου της μουσικής, τον Μιχάλη τον μπουζουξή – νομίζω ότι ήταν Κουκάς το επώνυμό του. Ήταν ένας χαμογελαστός, ευγενικός και καλοσυνάτος άνθρωπος, τακτικός θαμώνας της ταβέρνας μας, που τον έχει απαθανατίσει ο φακός της Βούλας Παπαϊωάννου σε εξαίρετες διονυσιακές φωτογραφίες.

Ναι, πάντα με συγκλόνιζε η μουσική: Δεν θα ’μουν πάνω από πέντε χρονών μπόμπιρας όταν χειμώνα καιρό με τύλιγε η μάννα μου μ’ έναν μποξά* για να πάω στο γειτονικό σπίτι της θειας Ρόδως Μητροπία, όπου μόλις είχαν αγοράσει ένα από τα πρώτα ραδιόφωνα της Μυκόνου, για ν’ ακούσω ειδικά τη «Γερακίνα» – ξέρεις: «Κίνησε η Γερακίνα για νερό κρύο να φέρει…». Ήταν το δημοτικοφανές σουξέ της εποχής και συνήθιζαν να το μεταδίδουν κάθε βραδάκι πριν από το «Δελτίο ειδήσεων». Θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα την ευφρόσυνη αγαλλίασή μου όταν αυτό συνέβαινε, αλλά και τη μαύρη απογοήτευσή μου όταν δεν γινόταν. Για να με παρηγορήσουν με διαβεβαίωναν ότι την επομένη θα έμπαινε το τραγούδι μου οπωσδήποτε. Και, ω του θαύματος, ποτέ δεν διαψεύσθηκαν! Και στις δυο περιπτώσεις πάντως έφευγα διψασμένος, αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα να παιχτεί απανωτές φορές το τραγούδι μου για να ξεδιψάσω. Όποτε τώρα πατώ το κουμπί «repeat» στα μουσικά μηχανήματα, ο νους μου πάει αθέλητα σ’ εκείνες τις μακρινές στιγμές και κάποτε κάποτε ακούω ακόμη τα βραχιόλια της Γερακίνας να «βροντούν»…

Να σου πω κάτι; Όταν οι μουσικοί λένε ότι «εμείς δεν την απολαμβάνομε τη μουσική που παίζομε, μόνο εσείς, οι ακροατές, τη χαιρόσαστε», τότε παρηγοριέμαι και μετριάζεται κάπως η αναπηρία που νιώθω.



Κ.Ζ.: —Από αυτή τη γνώση σας της Μουσικής, ή τουλάχιστον και από αυτήν, νομίζω, ότι εκπορεύεται τελικά η χαρακτηριστικά ασκόνταφτη «μουσικότητα» του λόγου σας, ανάλογη κάθε φορά με το περιεχόμενο που ντύνει. Είναι έτσι ή κάνω λάθος;



Π.Κ.: —Όλοι οι αξιόλογοι συγγραφείς, και κυρίως οι ποιητές, έχουν στα «ποιήματά» τους Μουσική Δομή, Μουσικό Τρόπο ή καλύτερα Ρυθμό της Γραφής. «Ρυσμό» έλεγε ιδιωματικά τον Ρυθμό ο αρχαίος συγκυκλαδίτης μας, ο Παριανός Αρχίλοχος, ένας κατ’ εξοχήν «μουσικός» ποιητής μαζί με τη Σαπφώ: «Γίγνωσκε δ’ οίος ρυσμός ανθρώπους έχει»7 («Επιτέλους μάθε ποιος ρυθμός κυβερνά τ’ ανθρώπινα» – γιατί μόνο έτσι υπάρχει περίπτωση να γίνεις σοφός και μεγάθυμος). Συγκλονιστικός στίχος που φανερώνει όχι μόνο την αυτεπίγνωση του ποιητή ώς ατόμου σ’ εκείνη την τόσο μακρινή εποχή, αλλά και την οντολογική αυτοσυνειδησία του ως είδους. Ρυθμός, λοιπόν, με το τέμπο του, αργό ή γρήγορο, με τις εξάρσεις και τα χαμηλοψιθυρίσματα, με τις παύσεις και προπαντός με τις τρομερές σιωπές του.

Αναμφίβολα δεν πρόκειται απλώς για «μουσικότητα». Αυτή η λέξη παραπέμπει μάλλον στην προσπάθεια μιας διαφορετικής τέχνης να μιμηθεί τη Μουσική, σαν να προσπαθεί κανείς να ντύσει με τ’ αποφόρια ή τα ράκη της μιας τη γύμνια της άλλης παράγοντας απομιμήσεις και τερατογεννήματα σαν εκείνα τα παλιά αμίμητα και γλυκερά κατασκευάσματα της εφηβείας μας που τα αποκαλούσαμε σοβαροφανώς «πεζοτράγουδα» και προσπαθούσαν με διάφορα εξωτερικά και εντελώς επιφανειακά, γλυκανάλατα, μουσικά καμώματα να μιμηθούν τη μουσική! Όμως δεν πρόκειται περί αυτού. Οι δυο όμαιμες τέχνες, Ποίηση και Μουσική, δεν υποκαθιστούν η μια την άλλη, αλλά αλληλοϋποστηρίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται αυθυπάρκτως. Όποτε η μια σκοντάφτει και δεν μπορεί να πάει παραπέρα συνεχίζει η άλλη το αρχινισμένο έργ ο και το συμπληρώνει. Πόσες φορές δεν μπήκα στον πειρασμό να «σχολιάσω», να «υπομνηματίσω» ή να «αποκωδικωποιήσω» ένα ποίημά μου με τους ήχους ενός μουσικού κομματιού, να παραπέμψω τον αναγνώστη μου σ' αυτό για να το «συμπληρώσω», όταν οι λέξεις μου δεν πήγαιναν πιο πέρα!  Πόσες φορές διαβάζοντας ποίηση δεν διέκοψα για να ακούσω το «συμπληρωματικό» μουσικό κομμάτι της, αλλά και πόσες φορές ακούγοντας μουσική δεν τη συμπλήρωσα με το ποίημα στο οποίο πήγε αμέσως το μυαλό και η καρδιά μου! Ut musica poesis... Κατά τη γνώμη μου αυτή η φιλαλληλία ανάμεσα στις δυο σπουδαίες τέχνες είναι ο μόνος τρόπος μαζί με την αγρύπνια με το φεγγάρι, για να μπορέσει η Ποίηση να μεταδώσει όσα δεν μπορεί με το εργαλείο της λέξης και η Μουσική με το εργαλείο των μουσικών ήχων. Εξέχοντα και γνωστά τοις πάσιν παραδείγματα μουσικών έργων για όσα ισχυρίζομαι εδώ, έργων που τα γέννησε μια αδήριτη ανάγκη συνεργασίας Λόγου και Μουσικής, είναι η Ένατη Συμφωνία του Beethoven, τα Τραγούδια του Schubert, η Δεύτερη, Τρίτη, Τέταρτη, Όγδοη Συμφωνία του Mahler μαζί με τα Τραγούδια του, τα Τέσσερα Τελευταία Τραγούδια του Richard Strauss, ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό, εν γένει σε τελευταία ανάλυση κάθε μουσικό έργο που συνοδεύεται με λόγια, από το Ορατόριο και την Όπερα ώς το Lied. Αν μάλιστα είχε φτάσει ώς εμάς και η μουσική που συνόδευε την αρχαία λυρική ποίησή μας και την ποίηση των τραγικών και κωμικών ποιητών μας, θα είχαμε πλέον ολοζώντανη αρχαιόθεν την απόδειξη της αλληλεγγύης  αυτών των δυο ιερών τεχνών. 


Πρέπει να διευκρινιστεί όμως ότι το ποίημα, όση Μουσική κι αν έχει μέσα του, δεν πρέπει και δεν μπορεί από τη φύση του να γίνεται, να είναι τραγούδι. Η Μουσική δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Ποίηση, και τούμπαλιν. Πρόχειρο και ανάγλυφο παράδειγμα τα ποιήματα του Αλεξανδρινού – υπάρχουν πιο «μουσικά» ποιήματα από τα δικά του; Όμως αυτά δεν είναι επ' ουδενί τραγούδια κι όσοι από τους λεγόμενους «σοβαρούς» ή τους «ελαφρούς» συνθέτες βάλθηκαν να τα κάνουν τέτοια απέτυχαν παντελώς δημιουργώντας εξαμβλωματικά και γελοία υβρίδια. Όταν η Ποίηση από μόνη της είναι και Μουσική, αντιστέκεται, πρέπει να αντιστέκεται σθεναρά στη «μελοποίησή» της  – δεν μιλώ βεβαίως μόνο για τους εύ-μορφους ή και δύσ-μορφουςήχους που προσλαμβάνονται από την ακοή και που αποτελούν ένα από τα κύρια γνωρίσματα και των δυο αυτών τεχνών, αλλά μιλώ γι' αυτές καθαυτές τις βαθύτερες χαρακτηριστικές ιδιότητες της δεύτερης, αυτές που την κάνουν την «υπερτάτη των Τεχνών. Οι περιπτώσεις των αριστουργηματικών Lieder, που αναφέρθηκαν λίγο πριν και που γεμίζουν με φως ή σκοτάδι τις ψυχές μας, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα και θα σήκωνε πολύ μεγάλη συζήτηση επ' αυτού. Ένα όμως μπορώ εν συντομία να πω: ότι στα μουσικά έργα, όπου ο συνταιριασμός της Ποίησης και της Μουσικής » φαντάζει τέλειος, συχνά η ποίηση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η μουσική για να τα φτειάξει έτσι που τελικά τα έφτειαξε και τα γνωρίζομε, είναι πολύ κατώτερη από τη μουσική τους. Απλώς, το μαγικό ραβδί της μουσικής μεταμόρφωσε μια μέτρια ποίηση σε υψηλό έργο τέχνης, έργο αθάνατο. Όλα, ή σχεδόν όλα τα εν λόγω ποιήματα θα ήταν προ πολλού λησμονημένα μαζί με τα ονόματα των δημιουργών τους, αν δεν έκανε τα μαγικά της η μεγάλη Μουσική.

Ο Ρυθμός δεν υπάρχει αποκλειστικά και μόνο στη Μουσική, η οποία είναι προπαντός υπόθεση εσωτερική κι έχει αναμφισβήτητα σημαδέψει τη ζωή και τη συγγραφή μου. Θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να γράφω, αλλά δεν θα μπορούσα χωρίς τη Μουσική, το διάβασμα – και τη Μύκονο. Αν σκύψομε με προσοχή κι οξύνομε την ακοή μας, είναι βέβαιο ότι παντού θ’ ακούσομε αυτόν τον Ρυθμό. Κυβερνά τα πάντα, τη φύση, τους ανθρώπους, τα πράγματα, το σύμπαν. Ο Gustav Mahler (1860-1911) μάλιστα προσπάθησε και τα κατάφερε στην περίφημη Όγδοη Συμφωνία του να μας δώσει αυτό που έρχεται στο μυαλό του καθενός όταν αναφέρεται στον ρυθμό ή τη μουσική των ουρανίων σωμάτων, των ουρανίων σφαιρών, πράγμα για το οποίο πολύς λόγος έχει γίνει μεταξύ πραγματικότητας και παραμυθιού από τα αρχαία κιόλας χρόνια… Τι λέγαμε για το μελτέμι, τον καλαμιώνα και την ξερολιθιά; Ακόμη κι αν δεν φυσά το μελτέμι ο Ρυθμός του καλαμιώνα και της ξερολιθιάς εξακολουθεί να υπάρχει, οπτικά – ή διαισθητικά… «Δείξτε μου τους ρυθμούς ενός λαού και θα σας πω  τον χαρακτήρα του», συνήθιζε να λέει ο Κομφούκιος. Δείξτε μου τους ρυθμούς ενός δημιουργού και θα σας πω αν είναι ή όχι σπουδαίος.



Κ.Ζ.: —Όσα μου λέτε με κάνουν να υποθέσω ότι εκτός από λογοτεχνικά δουλεύετε και «μουσικά», κατά κάποιο τρόπο, τα κείμενά σας. Είναι έτσι;



Π.Κ.: —Δουλεύω τα πεζά κείμενά μου πάντα με τον ίδιο κόπο και με την ίδια προσοχή που αφιέρωνα και στην ποίησή μου. Υπάρχουν βέβαια ελάχιστα που έχουν γραφτεί με αξιομνημόνευτη ευκολία και κάποια άλλα που απορρίπτονται μετά από βασανιστικές δοκιμές και προσπάθειες. Αλλά συντριπτικά περισσότερα είναι εκείνα στα οποία ο τοκετός μιας πεζογραφικής παραγράφου είναι χρονοβόρος, είναι γεμάτος σφοδρές ωδίνες, όπως ακριβώς εκείνος μιας ποιητικής στροφής, όση διαφορά κι αν υπάρχει ανάμεσα στη γλώσσα της ποίησης και σ' εκείνη της πεζογραφίας – αν τελικά υπάρχει· ο Σολωμός είναι εξίσου σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος. Αναστατώνομαι, λοιπόν, με την ανθρώπινη επιπολαιότητα, όταν ακούω κάποιους, χωρίς να έχουν επίγνωση, χωρίς καν να έχουν προσπαθήσει να εννοήσουν τι έχει μοχθήσει να κάνει ο κάθε σοβαρός συγγραφέας στο κείμενό του ή γενικά ο κάθε δημιουργός στον τομέα του, να εκτοξεύουν απερίσκεπτα και προς πάσα κατεύθυνση εξυπνάδες και δογματικούς αφορισμούς με αβασάνιστη ευκολία, ίσα ίσα για να προσποιηθούν τον ειδήμονα και τον έξυπνο ή για να γελοιοποιήσουν τον δύστυχο εργάτη τής κάθε τέχνης. Προσωπικά προσέχω να μη γίνομαι άδικος κι αρνούμαι να εκφέρω επιπόλαιες κρίσεις για ένα έργο που δεν το έχω μελετήσει προσεκτικά.



Κ.Ζ.: —Πάντως εγώ, ως αναγνώστριά σας, αφέθηκα απερίσπαστη στη μαγεία του λόγου των Λοξών ιστοριών σας και τις απόλαυσα αποκομίζοντας την εντύπωση ότι άκουγα Μουσική. Μουσική βέβαια όχι με έγχορδα, πνευστά ή νυκτά όργανα, αλλά με το όργανο και το υλικό της λέξης. Πιστεύω τελικά ότι αυτός ο «Ρυθμός», όπως τον λέτε, είναι ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά της γραφής σας και διακρίνει όλα τα έργα σας, ποιητικά, πεζά, ακόμη και τα μελετήματά σας για τον πολιτισμό και την ιστορία του τόπου μας. Σκέφτομαι τώρα ότι όλα τα χαρακτηριστικά του ποιοτικού συγγραφέα που αναφέρθηκαν εδώ, πρέπει να προϋποθέτουν πολύ κόπο, ταλέντο, γερή αρματωσιά και ξάρτια για να ’χουν αντοχή, δηλαδή να απαιτούν δεξιότητες όχι συνηθισμένες ή τυχαίες, έτσι δεν είναι;



Π.Κ.: —Μπορεί το καινούργιο βιβλιαράκι μου να έχει μόνο εκατόν πενήντα σελίδες, αλλά για να φτάσω να τις «αποστάξω» ψάχνοντας τον Ρυθμό που θα πείσει τον αναγνώστη για την ειλικρίνεια και την αξία του περιεχομένου, ξόδεψα δυο χιλιάδες άλλες σε λευκό χαρτί Α4. Πράγμα για το οποίο δεν σου κρύβω, έρχονται στιγμές που έχω αμφιβολίες κι ενοχές: Αξίζει, άραγε, να πελεκήσεις ένα δέντρο για να φτειάξεις ένα βιβλιαράκι;



Κ.Ζ.: —Τελειώνοντας τις ανοργάνωτες σκέψεις και απορίες μου, θέλω να σας ρωτήσω και για ένα άλλο, τελευταίο μεν, αλλά σημαντικό χαρακτηριστικό της δουλειάς σας, το οποίο μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: Ενώ έχετε κάνει τόση επεξεργασία στα γραφτά σας, όπως ομολογείτε ο ίδιος, πώς εγώ, η αναγνώστριά σας, δεν κατάλαβα ότι αυτά τα κείμενα «βασανίστηκαν» για ν’ αποκτήσουν τη γοητεία τους; Φαντάζουν σαν να βγήκαν άκοπα και φυσικά από τη γραφίδα σας, σαν να έσταξαν κυριολεκτικά από την πένα.



Π.Κ.: —Αφού σ’ ευχαριστήσω για τη φιλοφρόνηση, σου λέω ότι αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα σ’ οποιαδήποτε σπουδαία Τέχνη, από την αρχιτεκτονική με τους μεγάλους όγκους της έως τα λεπτουργήματα της χρυσοχοΐας ή τις μινιατούρες της μικροκεντητικής και της ιστόρησης των χειρογράφων. Η αληθινή Τέχνη δεν πρέπει να στεγνώνει τη δροσιά και την αμεσότητα των δημιουργημάτων της με την υπερβολική επεξεργασία, που πρέπει ασυζητητί να διακόπτεται ευθύς μόλις διαφανεί ότι οδηγεί προς την ενοχλητική εκζήτηση, την ισοπεδωτική πολτοποίηση ή τον αδιάφορο σχολαστικισμό – το υπερβολικό φόρτωμα εν ολίγοις. Ο δημιουργός, εκτός των άλλων, πρέπει να διαθέτει και την οξύτητα της όσφρησης λαγωνικού ή μιαν έκτη αίσθηση που θα τον προφυλάει από τέτοιες κακοτοπιές. Όταν αυτή η αίσθηση υπνώττει το αποτέλεσμα είναι ολέθριο. Στον ανώνυμο ποιητάρη αυτή ήταν πάντα σε εγρήγορση. Θυμήσου: «–Κόρη, όταν εφιλιόμαστε, νύχτά ηταν, ποιος μας είδε; / –Μας είδε τ’ αστρο της νυχτός…»



Κ.Ζ.: —Πώς όμως μπορεί να κατορθωθεί κάτι τέτοιο, ενώ φαντάζει τόσο δύσκολο;



Π.Κ.: —Θυμάσαι τι σας έλεγα κάθε τόσο τότε που καθόμασταν μαζί στα θρανία; Σας έλεγα αυτό που ακόμη και τώρα παραμιλώντας συμβουλεύω τον εαυτό μου: «Αρματωθείτε, μάθετε, κι ύστερα ξεχνώντας τα όλα διαλέξτε τι θέλετε και τι σας ταιριάζει να κάνετε στη ζωή, αλλά πρώτα αρματωθείτε γερά. Τώρα είναι η στιγμή που μπορεί αυτό να γίνει!»

Μου φαίνεται όμως ότι εκείνο το υπερτονισμένο «τώρα» της συμβουλής μου ήταν ένα νεανικό, ασυγχώρητο ωστόσο, λάθος. Η «στιγμή» για ν’ αρματωθεί ο άνθρωπος, δεν ήταν μόνο τότε, στην αυγή της ζωής μας, όπως ανακάλυψα κι ανακαλύπτω έκθαμβος με το πέρασμα του χρόνου. Η «στιγμή» εκείνη είναι στιγμή διάρκειας, είναι η ίδια η στιγμή της ζωής – γιατί λέγοντας «ζωή» περί στιγμής πρόκειται που μας δόθηκε να τη μάθομε και ν’ ανέβομε ως άνθρωποι τους αναβαθμούς της, όσο «εχομε μέσα μας το αμανάτι της ζωής», το ενέχυρό της δηλαδή, όπως λέει τόσο παραστατικά ο Μακρυγιάννης. Άλλωστε, αυτός δεν είναι ο «προορισμός» μας που μας ξεχωρίζει από τ’ άλλα συν-όντα του πλανήτη μας;



Μάλλον τελειώσαμε τη συζήτησή μας, Κατερίνα, αν τελειώνουν ποτέ τέτοιες κουβέντες, έτσι δεν είναι; Επίτρεψέ μου όμως, τώρα στο τέλος, να εξομολογηθώ κάτι που δεν το πολυαγγίξαμε. Είναι η πρώτη φορά, άλλωστε, που θα το δηλώσω τόσο απερίφραστα και κατηγορηματικά. Ίσως ακουστεί εγωιστικό, αλλά καλύτερα να φαίνεται κανείς εγωιστής χωρίς να ’ναι, παρά υποκριτής και να ’ναι.

Σήμερα, χάρη στο ενδιαφέρον και την καλοσύνη σου, ένιωσα ζεστά, ένιωσα οικεία, πράγμα που όλο και πιο σπάνια μου συμβαίνει τον τελευταίο καιρό μέσα στο τρικυμισμένο πέλαγος των «αδέξιων χειρονομιών των ανθρώπων»8. Όλο και περισσότερο μας γραπώνει και μας κυβερνά ο κυνισμός, η έπαρση χωρίς αντίκρισμα, η μικροπρέπεια, η αδράνεια, η αδιαφορία για τις δοκιμασμένες στη διάρκεια της ανθρώπινης περιπέτειας αξίες, η θεοποίηση της καλοπέρασης και του συμφέροντος σε βάρος των υπολοίπων, σε βάρος της ίδιας της γης όπου ζούμε και την έχομε μεταμορφώσει σε πεδίο φονικών δοκιμών και λίκνο μηχανών εξόντωσης, η σκληρότητα κι η εχθρικότητα, λες κι είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να κουτουλήσομε σαν ταύροι ο ένας τον άλλον, η έλλειψη συμμετοχής στα φιλάλληλα οράματα και τις καλοπροαίρετες προθέσεις και προσπάθειες κάποιων συνανθρώπων μας που έτσι τους πληγώνομε από σκοπού… Ξέρω, είναι το ρεύμα που μας παρασέρνει, όμως δεν ήλθαμε εδώ μόνο για καλοπέραση, ήλθαμε και για θυσίες. Η ζωή μάς δόθηκε όχι μόνο για ν’ αφήσομε εγωιστικά πίσω μας εκείνο το δύσοσμο αντικείμενο, που τόσο ωμά –«από Αγάπη»– αναφέρει μια απ’ τις Λοξές ιστορίες μου, αλλά και για ν’ αφήσομε έστω το ελάχιστο καλό, αίφνης μια μεγαλόθυμη χειρονομία έγνοιας και στοργής στη χρεία ή τον πόνο του συνανθρώπου μας.

Μιας, λοιπόν, κι αισθάνθηκα τόσο συντροφικά κι όμορφα με τις συζητήσεις μας, νιώθω την ανάγκη –χωρίς μάλιστα να κοκκινίσω από ντροπή– να εξομολογηθώ ότι παρ’ όλο τον ζόφο και την ερημία της σημερινής κοινωνίας μας, τοπικής κι ευρύτερης, που δεν μας αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας μέσα στη σχεδόν γενικευμένη ατμόσφαιρα χαμαιτυπείου του περίγυρού μας, την πανδημία του χυδαίου και την αποθέωση της βλακείας και της γελοιότητας τριγύρω μας, έχω ακράδαντη πίστη στη χρησιμότητα και την αξία της εργασίας που εξ απαλών ονύχων κάνω είτε αυτή είναι μελετητική για τον τόπο μας είτε καθαρά λογοτεχνική. Χρησιμότητα και για το χαλεπό παρόν, αλλά και για τα χρόνια που θα ’ρθουν. Αν θέλομε να συνεχίζομε να υπάρχομε αξιοπρεπώς είναι επιβεβλημένο κι αναπόφευκτο οι μελλοντικοί καιροί να ’ναι καλύτεροι από τους αναποδογυρισμένους τωρινούς. Έχω επιπλέον ατράνταχτη τη βεβαιότητα ότι είναι όχι μόνο ωφέλιμες, αλλά κι επιτακτικές οι πράξεις και οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει κάποιος με γνώμονα την έγνοια για το πραγματικό και μακροπρόθεσμο καλό του τόπου του, αλλά κι ολόκληρης της γης που ’ναι η φωλιά και το καταφύγιό μας, ο παράδεισος κι η κόλασή μας, μια τόση δα κουκκίδα στο αχανές σύμπαν, που όμως, παραδόξως, χωρά όλο το μεγαλείο και την αθλιότητα του ανθρωπίνου όντος. Η στάση, που απορρέει από αγάπη, δεν γίνεται να πάει στον βρόντο μαζί με τον μόχθο και την αφιέρωση μιας ζωής, δεν μπορεί να το επιτρέψει αυτό καμμιά Δικαιοσύνη, γήινη ή κοσμική.

Συνοψίζω, λοιπόν, λέγοντας ότι:
• Η Μοίρα κι ο αληθινός Προορισμός του ανθρώπου προς τα άνω, όπως τα καταδείχνουν οι μεγαλειώδεις, αλλά και οι παραπαίουσες πλευρές αυτού που ονομάζομε «Ψυχή»,
• Η Φύση, στην οποία τελεσίδικα ανήκουν όλα τα επιγής μαζί με το σκάφος του δικού μας σαρκίου, και η Ουσία του γενέθλιου τόπου, που τον αγάπησα όσο τίποτε άλλο από τότε που ήμουν ξενιτεμένο παιδάκι,
• Η Ανάγνωση κι η Γραφή,
• Η Μουσική, γενικώς η Τέχνη, που η ονειρική φύση της συνεχώς μας θυμίζει τη ρήση του Πρόσπερο ότι «είμαστε φτειαγμένοι από το υλικό των ονείρων κι η σύντομη ζωή μας κλείνει μ’ έναν ύπνο»

                                                                   –«We are such stuff
                              Αs dreams are made on; and our short life
                              Is rounded with a sleep»,

λέει επί λέξει με τον «Ρυθμό» της δικής του γλώσσας ο Σαίξπηρ στο τελευταίο έργο του, την Τρικυμία9–, όλα αυτά οιακιζόμενα από τον Αντιχνούμενο* Καπετάν’-Χρόνο, όπως τον αντιλαμβάνονται ή τον παρεξηγούν οι ανθρώπινες νοητικές δυνατότητες, υπήρξαν οι σοβαρότερες, οι μοιραίες υποθέσεις του έργου και της ζωής μου, την οποία, ακριβώς γι’ αυτό, τη θεωρώ τυχερή κι ευλογημένη.

Η Μουσική, η Ποίηση, η Τέχνη γενικώς, είναι σταθερό θεμέλιο που προφυλάσσει από τις σεισμικές δονήσεις της ζωής. Ιδιαίτερα σ' έναν κόσμο που τον βλέπεις ότι αλλάζει προς το χειρότερο πισωγυρίζοντας αντί να προχωρά, είναι Ελπίδα και Πατρίδα, κι επειδή η Πατρίδα και η Ελπίδα είναι αξετίμητα δώρα για τον άνθρωπο, πρέπει να είμαστε ανυποχώρητοι σε ό,τι αφορά στην προστασία της αισθητικής και της πνευματικής ποιότητάς τους. Όταν τριγύρω όλα συγκλονίζονται από σεισμικά και κατακλυσμιαία γεγονότα, μόνον η Τέχνη μένει, για να μη χάσει ο άνθρωπος το κέντρο του.

«Μόνο εσύ ω ποίηση
έμεινε να φέγγεις
μέσ’ από βράχο διάφανο
το μόνο πλοίο»,

λέει αποτεινόμενος με λαχτάρα στην Ποίηση ένας Έλληνας ποιητής10.

Ο άνθρωπος που έχει γνωρίσει βαθιά την Τέχνη ελευθεροφρονεί γενναιόψυχα, δεν σκιάζεται κανέναν και τίποτα, ξεπερνά ευκολότερα τη μικρόψυχη καθημερινότητα ή αδιαφορεί γι’ αυτήν. Ένα αρχαίο ρητό, που είχε μάλιστα, θυμάμαι, μπει ως θέμα έκθεσης στις εισαγωγικές εξετάσεις της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, λέει: «Λιμήν εν ατυχίαις εστίν ανθρώποις τέχνη». Ασχέτως βέβαια, Κατερίνα, που οι μισοί συνηποψήφιοί μου είχαν παρακούσει «Ημίν» αντί «Λιμήν» με καταστροφικά αποτελέσματα, όπως καταλαβαίνεις. Ένα γράμμα της αλφαβήτου τι διαφορά μπορεί να κάνει! Είναι κι αυτό μια απόδειξη της δύναμης του Λόγου. Το 1963… Λες κι ήταν χτες!

Υπάρχει βέβαια και μια τελευταία, μια υπέρτατη στιγμή για ορισμένους ποιητές και δημιουργούς προς το τέλος συνήθως της ζωής τους. Μιλώ για όσους κατορθώνουν να συναντήσουν, έστω κι αργά, τον «Ρυσμό» του Αρχίλοχου, την αυτεπίγνωση και τη σοφία της ζωής. Εάν κοπιάσει να ’λθει και σ’ εμένα αυτή η στιγμή, καλώς να ορίσει, γιατί, όταν κανείς πλέον συνειδητοποιεί (και κάνει πράξη) ότι «για όσα δεν μπορεί να μιλάει, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει»11, όπως διατείνεται ο Γερμανοεβραίος φιλόσοφος Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889-1951) ή ότι «η οδός της αλήθειας είναι οδός της σιωπής»12, όπως υποστηρίζει ο Αγγλοαμερικανός ποιητής Γουίσταν Χιου Ώντεν (1907-1973), ε, τότε θεωρώ ότι αυτό αποτελεί την κορύφωση της προσωπικής δημιουργίας και της σοφίας. Όσο για τον απλό άνθρωπο που δεν ευτύχησε (ή μήπως «δεν δυστύχησε»;) να είναι ποιητής και καλλιτέχνης, δεν υπάρχει μεγαλύτερη δικαίωση από το να πουν ότι υπήρξε «χρήσιμος» άνθρωπος, που του άξιζε να του δοθεί η χάρη της ζωής, αφού δεν αφήνει ρημαδιό πίσω του όταν λήξει το επιγής μισθωτήριο συμβόλαιό του. «Χρήσιμος», τουτέστιν άνθρωπος που ξεπλήρωσε μ’ αρχοντική αξιοπρέπεια την οφειλή του υπείκοντας απλά στον ηθικό νόμο, που πέρα και πάνω από πειθαναγκασμούς ανθρώπινων διαταγών ή δελεαστικές υποσχέσεις θρησκειών, έκαστος εξ ημών έχει εμφυτευμένο μέσα του, θαυμαστό πράγμα. Το ’βαζε δίπλα δίπλα με το θάμβος του έναστρου ουρανού ο φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ (1724-1804).



Συγχώρεσέ με, αγαπητή μου Κατερίνα, γι’ αυτή την αιχμηρή, καταληκτική κορώνα στην κουβέντα μας. Ορισμένα πράγματα, έστω κι αν δεν μετρούν για μερικούς ανθρώπους, είναι τόσο σοβαρά για κάποιους άλλους, ώστε για να κατανοηθούν αρμόζει το staccato ύφος, όπως λέει η μουσική ορολογία.

Πολύ σ’ ευχαριστώ για τη συντροφιά σου. Να είσαι στη ζωή υγιής, δημιουργική κι ευτυχισμένη.


*


Κ.Ζ.: —Θα σας διαβάσω τώρα μερικά απ’ όσα γράφτηκαν έως αυτή τη στιγμή για το νέο βιβλίο του δασκάλου μου – ας μου επιτρέψει να μην το αποκαλώ εγώ «βιβλιαράκι»! Αμέσως μετά θα έχομε τη χαρά ν’ ακούσομε τον συγγραφέα να μας διαβάζει δυο από τις «λοξές» ιστορίες του, για να επιβεβαιωθούν και στην πράξη όσα σκόρπια κι άτεχνα ρώτησα χωρίς να ’μαι κριτικός της λογοτεχνίας, αλλά μόνο από εκτίμηση κι αγάπη στο πρόσωπο και το έργο του παλιού δασκάλου και τωρινού φίλου μου.

[Ανάγνωση αποσπασμάτων από κριτικές]

Π.Κ.: —Ευχαριστώ και πάλι την Κατερίνα για τη σπάνια γενναιοδωρία της, τη ζεστασιά με την οποία χρόνια τώρα με περιβάλλει, για τη λεπτότητα και διακριτικότητα που τη χαρακτήρισαν στις συναντήσεις μας. Ευχόμενος «Καλή δύναμη» τη συγχαίρω για το σπουδαίο πολιτιστικό έργο που επιτελεί εκείνη και η Κ.Δ.Ε.Π.Α.Μ. τα τελευταία χρόνια.

Δεν σας κρύβω ότι μισώ τις «συνεντεύξεις» κι είμαι επιφυλακτικός για τη χρησιμότητά τους. Επιμένω κι εγώ σ’ εκείνο το τετριμμένο, ότι «ο συγγραφέας λέει όσα αξιοσημείωτα έχει να πει στα γραφτά του», οπότε οι κάθε είδους συνεντεύξεις είναι εκ του περισσού, κάποτε και του πονηρού, η δε προσωπική ζωή του καθενός, εφ’ όσον δεν είναι εσκεμμένα προκλητική και ζημιογόνα για τον συνάνθρωπο, αφορά μόνον τον ίδιο και κανέναν άλλο, αφού δεν προσθέτει ουσιώδη πράγματα στην ερμηνεία του έργου του. Όσες φορές, ελάχιστες, ευτυχώς, υπέκυψα στον πειρασμό των λεγομένων «συνεντεύξεων» –μετανιώνοντας πάντοτε εκ των υστέρων–, ήταν έπειτα από ασφυκτική πίεση κι απανωτές δικές μου αρνήσεις, με αποτέλεσμα να μην αντέχω πια τον χαρακτηρισμό του αγενούς, του επηρμένου ή του ασκητικά απομονωμένου – τίποτα απολύτως δεν ισχύει απ’ αυτά για όποιον πραγματικά με γνωρίζει. Είμαι ένας άνθρωπος από γεννησιμιού κι από ανατροφή απλός και κοινωνικός, σαν τους γονείς που με γέννησαν, χοϊκός κι αισιόδοξος, ακόμη κι όταν με ζώνουν τα φίδια. Αγαπώ με πάθος το δώρο της ζωής και δεν θα χορτάσω ποτέ τις ομορφάδες της, όσο και να ζήσω. Τέλος, είμαι ένας άνθρωπος που προσπαθεί αξιοπρεπώς ν’ αντέξει τις πίκρες και τις πικρίες. Εκείνα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μου και μη μπορώντας απ’ τα γεννοφάσκια μου να τ’ αντέξω με επαναστατούν και με απομακρύνουν από τους συνανθρώπους μου, είναι η αδικία –προς εμένα, προς άλλους, αδιάφορο– η μοχθηρία, η μικρότητα και η φλύαρη βλακεία που γεννά κι εκτρέφει αυτές τις… αρετές, δηλαδή συλλήβδην οι «αδέξιες χειρονομίες των ανθρώπων», όπως ευγενικά και μεγαλόθυμα –χαρά στο κουράγιο του!– τις αποκαλεί ο ποιητής13!

Με τη «συνέντευξη» της Κατερίνας, πάντως, τα πράγματα ήταν αλλιώς, τόσο αλλιώτικα που αρχίζω να φοβάμαι μήπως πρέπει να… αναθεωρήσω τις απόψεις μου! Την ανθρωπιά και την ευγένεια, όπου υπάρχουν, τις εισπράττεις αμέσως, όπως εύκολα διακρίνεις τα γαμψά νύχια ενός συνομιλητή, όταν είναι έτοιμα να σε γδάρουν ζωντανό είτε κάτω από το επικάλυμμα μιας συνέντευξης είτε, ακόμη χειρότερα, κάτω από την επίφαση της «φιλίας».

Πέρασα καλά, Κατερίνα. Δεν θα το ξεχάσω.

[Προς το ακροατήριο]

Ευχαριστώ θερμά κι όλους εσάς που ήλθατε κοντά μου απόψε, αφήνοντας τις δουλειές σας ή ακυρώνοντας ίσως άλλα ενδιαφέροντα πράγματα.

Θέλω να σας ενημερώσω ότι στις αρχές του Νοέμβρη θα ξεκινήσομε τις καθιερωμένες, για τρίτο χειμώνα πλέον, αποσπερίδες μας, μια ή δυο φορές τον μήνα, συνήθως Κυριακές βραδάκι, με μουσική, λογοτεχνία, κινηματογράφο κι άλλα ενδιαφέροντα πράγματα στη «Βιβλιοθήκη Παναγιώτη Κουσαθανά – Δημοτική Στέγη Μελέτης Πολιτισμού & Παράδοσης», Μέλπως Αξιώτη 56, στη Φάμπρικα. Όλοι, όσοι τουλάχιστον χωρούν στον μάλλον περιορισμένο προς το παρόν χώρο της, είναι καλοδεχούμενοι στην παρέα μας και μεγάλη θα είναι η χαρά μου να τους δω. Ατομικές προσκλήσεις ή τηλεφωνήματα και μηνύματα δεν είναι εφικτό για εμένα και τη βοηθό μου κ. Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη προς το παρόν να στέλνομε, αλλά, για όσους ενδιαφέρονται να περάσουν μια ζεστή, χειμωνιάτικη αποσπερίδα με πνευματικό φαγοπότι, θα υπάρχει αναλυτική ανακοίνωση του προγράμματος στην πινακίδα της εισόδου ή ακόμη μπορείτε να τηλεφωνείτε και να παίρνετε πληροφορίες κατά τις μέρες και ώρες λειτουργίας τής «Στέγης Μελέτης» στον αριθμό 22890-22646 (Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή από τις 5.30΄ ώς τις 8.30΄ το βραδάκι). Τέλος, τα λεχθέντα απόψε θα αναρτηθούν από αύριο-μεθαύριο στην προσωπική μου ιστοσελίδα (paramilita.blogspot.com) για όσους θελήσουν να εντρυφήσουν σ’ αυτά περισσότερο.



Θα κλείσομε τώρα, εάν το αντέξετε, με την ανάγνωση δύο μυθ-ιστοριών από το βιβλίο. Η μία –δεύτερη στο βιβλίο– επιγράφεται «Οι δυο ντροπές και η άλλη», και η επομένη –τελευταία στο βιβλίο– «Ωσεί χόρτος».
(Σεπτέμβριος 2009)





ΓΛΩΣΣΑΡΙ

αβιόλα, η, το ευωδιαστό αγριολούλουδο νάρκισσος που ανθίζει Δεκέμβριο και Ιανουάριο.
αλαλόφωνος, -η, -ο, αυτός που έχει χάσει τη φωνή από κατάπληξη ή πόνο.
Αντιχνούμενος, ο, αυτός που έρχεται αθόρυβα χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς.
απογυρίδες, οι, στροφές, γυρίσματα, αντιξοότητες.
αχάιδευ’ος, -η, -ο, αχάιδευτος.
βόλτο(ς), ο(το), τοξωτό συν. ράφι στην εσωτερική κορυφή θύρας ή παράθυρου, όπου φυλάγονταν με
ασφάλεια το ψωμί και οι τροφές μακριά από ζούμπερα ( = ζωύφια, ερπετά, τρωκτικά), αλλά και από… ανεπιθύμητα χέρια.
κακοτράχαλος, -η, -ο, ανώμαλος, γεμάτος πέτρες, χαλίκια και εμπόδια (για δρόμους και μονοπάτια).
καμαράδος, -α, ο, η, σύντροφος, φίλος(η).
κάναλος, ο, υδρορρόη.
κάπασος, ο, καπνοδόχος, καμινάδα.
κεμέρι, το, πουγκί, ταμείο, θησαυροφυλάκιο.
μα’ερειό, το, μαγερειό, εστία για μαγείρευμα.
μούτουλο, το, οπή στον τοίχο για εξαερισμό και κλιματισμό του χώρου.
μπερκέτι(α), το (τα), πλούτος, αφθονία.
μποξάς, ο, συν. μάλλινο σάλι για πρόχειρη προφύλαξη από το κρύο.
ντρουβάς, ο, ντορβάς, σάκος.
παραθύρα, η, εσοχή στον τοίχο που λειτουργεί σαν ντουλάπι με ράφια.
’πουργός’μπουργός), ο, μαθητευόμενος χτίστης, παραγυιός.
πρεβάζι, το, περβάζι, το κάτω οριζόντιο τμήμα ενός παράθυρου.
χωριό, το, αγροικία· (σμικρ.) χωριουλάκι, το.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τη γραπτή μορφή πέντε συνολικά προφορικών συνεντεύξεων. Διαβάστηκε από τους δυο συντελεστές του, Κατερίνα Ζουγανέλη (Κ.Ζ.) και Παναγιώτη Κουσαθανά (Π.Κ.), στην παρουσίαση του βιβλίου του δεύτερου Λοξές ιστορίες που τελειώνουν με ερωτηματικό, Μυθ-ιστορίες για τα ολέθρια επακόλουθα του Χρόνου, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι 2009, που έγινε στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Μυκόνου, Ματογιάννι, στις 25 Σεπτεμβρίου του 2009. Η εκδήλωση ηχογραφήθηκε και βιντεοσκοπήθηκε από την Κοινωφελή Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης της Μυκόνου (Κ.Δ.Ε.Π.Α.Μ.).


1.  Ν. Γ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Έκδ. Δ΄, Βιβλιοπωλείον Ε.Γ. Βαγιονάκη & Τ. Γρηγορόπουλου, Αθήναι 1958, σ. 159.

2.  Ά. Κωνσταντινίδης, Δυο «χωριά» απ’ τη Μύκονο και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους, Αθήνα 1947.

3.  Βλ. Γ. Χατζηνίκος, Νίκος Σκαλκώτας, Μια ανανέωση στην προσέγγιση της μουσικής σκέψης και ερμηνείας, Νεφέλη, Αθήνα 2006, σελ. 197.

4.  Βλ. εφημ. Ελευθεροτυπία, ένθετο «Βιβλιοθήκη» της 15.09.2009, σ. 24.

5.  Βλ. πρόχειρα P. Celan, «Φούγκα θανάτου», μετάφρ. Α. Χριστινίδης, περιοδ. Εντευκτήριο, τχ. 21, 1992, σ. 45.

6.  Για τις πληροφορίες αυτές βλ. πρόχειρα το πρωτότυπο και ενδιαφέρον βιβλίο του Γ. Χατζηνίκου. Το ρετσιτατίβο στις όπερες του Mozart, Πυξίδα για την αναγέννηση της μουσικής αντίληψης, Νεφέλη, Αθήνα 2007, β΄ μέρος, σσ. 29 & 35.

7.  Αρχίλοχος, απόσπ. 83, στ. 7· βλ. Γ. Δάλλας, Αρχαίοι Λυρικοί, Δ΄, Ιαμβογράφοι, Έκδ. Γ΄, συμπληρωμένη, Άγρα 2007, σσ. 56-58.

8.  Γ. Σεφέρης, Μέρες Γ΄, Ίκαρος 1977 , σ. 186.

9.  W. Shakespeare, The Tempest, Πρ. 4, σκ. 1, στ. 156-158.

10. Ε. Κακναβάτος, Η κλίμακα του λίθου (1964) στα Ποιήματα 1943-1974, τ. Α΄, Άγρα, Αθήνα 1990, σ. 57.

11. L. Wittgenstein, Tractatus Logicophilosophicus, μετάφρ. Θ. Κιτσόπουλος, παρουσ Ζ. Λορεντζάτος, εισαγ. B. Russell, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978, 7., σ. 131.

12. W. H. Auden, The Sea and the Mirror, 1944.

13. Βλ. ό.π., σημ. 8.



Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΙΣ "ΛΟΞΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ", ΙΝΔΙΚΤΟΣ 2009



24 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 2079 Μ.Χ.

«Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή στ’ ακροθαλάσσι»
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΣΟ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ο καιρός κι έβλεπε ο Π. ν’ αβγαταίνουν ολοένα οι τουρίστες που κατάφταναν κάθε καλοκαίρι στο νησί μεγάλωνε μαζί και η ανησυχία του όχι για το νερό και το φαγητό που ίσως δεν θα έφταναν για τόσα στόματα ούτε για τα δωμάτια που θα έπεφταν λίγα όχι για τα ξενυχτάδικα που δεν θα χωρούσαν τη διασκέδαση τόσου κόσμου ή τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες που δεν θα επαρκούσαν στην πασαρέλα της αμμουδιάς· ως προς τις παραπάνω ανάγκες οι υποδομές του νησιού ήταν αξιοζήλευτες και είχαν επισύρει τον φθόνο· άλλος ήταν ο φόβος του Π. ;πού θα χωρούσαν και πώς θα μεταφέρονταν τα σκατά που θα έχεζαν τόσοι κώλοι;
Οι δεκάδες καταθλιπτικοί αγωγοί που η πίεσή τους συμποσούται σε εκατοντάδες αν μη χιλιάδες ατμόσφαιρες τα στέλνουν από τον κεντρικό αποθέτη προς την άλλη άκρη του νησιού την κρυμμένη και αόρατη όπου η μονάδα επεξεργασίας τα μεταμορφώνει σε καθαρό νερό και θρεπτικότατη κοπριά λύνοντας έτσι το πρόβλημα του ποτίσματος και της λίπανσης για τα καμπούρικα δέντρα τα αγγούρια και τις τομάτες τού λείψυδρου και ανεμόδαρτου νησιού· όλοι έχουν να το λένε πως χάρη σ’ αυτή την πολυποίκιλη τροφική αγωγή τα λαχανικά του τόπου είναι νοστιμότατα. Παρά την τρομακτική ανθεκτικότητά τους οι αγωγοί είναι σχεδιασμένοι βέβαια για έναν ορισμένο αριθμό επισκεπτών και μπορεί ανά πάσα στιγμή αν ζοριστούν να πάθουν βλάβη ή και να διαρραγούν έχομε παράδειγμα· το προπέρσινο καλοκαίρι από κάποια λόξα τους (κανείς δεν έχει καταλάβει το πώς και το γιατί) αντί να στέλνουν τα λύματα νοτινά όπου και η μονάδα τα έστελναν βόρεια προς την πολίχνη με αποτέλεσμα να γεμίζουν τα σπίτια αποπατήματα προανάκρουσμα ίσως αυτού που ακολούθησε σήμερα 24 Αυγούστου του 2079 μ.Χ. αλλά ;ποιος τότε έδωσε σημασία στα σημάδια; ανησυχούσε λοιπόν ο Π. μήπως κάποια μέρα τα περίπλοκα συστήματα αποκομιδής των λυμάτων από τα ξενοδοχεία τα ενοικιαζόμενα δωμάτια τις πανσιόν τα στούντιο και τις εν κρυπτώ μοσχομισθωμένες βίλες των «επωνύμων» δεν λειτουργήσουν σωστά πέσουν τα κόπρανα στη θάλασσα και τη μαγαρίσουν και τότε ;τι θα γινόταν ο τόπος χωρίς τις γαλάζιες αμμουδιές του το καύχημα και αγλάισμά του;
Τελικά η συμφορά δεν ήρθε από τους αγωγούς των λυμάτων ήρθε απροσδόκητα από άλλους αγωγούς· το φετινό καλοκαίρι ένα ανεξήγητο καπρίτσιο της φύσης όπως άλλα παρόμοια στα οποία έχομε γίνει μάρτυρες τα τελευταία χρόνια έκανε όλους τους κώλους να υποστούν μιαν πρωτοφανή μετάλλαξη· με αστραπιαίο ρυθμό άρχισαν την αντίστροφη από εκείνη των κυττάρων λειτουργία δηλαδή αντί να διχοτομούνται να αναγεννιούνται και να πληθύνονται άρχισαν να συνενώνονται να γίνονται οι δύο ένας οι δέκα πέντε οι είκοσι δέκα οι εκατό πενήντα και πάει λέγοντας ώσπου οι εξήντα και βάλε χιλιάδες αφεδρώνες όλων των φυλών της γης στο νησί γηγενείς επήλυδες και περιστασιακοί άτριχοι τριχωτοί ξανθοί μελαχρινοί έως μαύροι εξωπέτακτοι ή πλακέ έγιναν ένας πελώριος Κώλος στο μέγεθος της έκτασης του νησιού δηλαδή ακριβώς ογδόντα πέντε κόμμα σαράντα οκτώ τετραγωνικά χιλιομέτρα με πρωκτό της ίδιας διαμέτρου με τον κρατήρα του Βεζούβιου· ο κρατήρας αφού πρώτα έβγαλε κάποιους προκαταρκτικούς εκκωφαντικούς κρότους συνοδευόμενους από αέρια και αναθυμιάσεις που φλόμωσαν το νησί χειρότερα κι από την τσίκνα του βωμού των σκουπιδιών που καίει νύχτα-μέρα άρχισε να αφοδεύει τα περιττώματα όλων αυτών των ανθρώπων ελικοειδώς και κυκλοτερώς· μια τεράστια κουράδα έβγαινε αχνιστή από τον κρατήρα κι άρχισε να κουλουριάζεται τακτικά τακτικά πάνω στο νησί δημιουργώντας ομόκεντρους κύκλους παράκυκλους και επίκυκλους· ξεκίνησε από τη Χώρα τις ακτές τα βράχια και τις αμμουδιές με κατεύθυνση προς την ενδοχώρα ώσπου ακολουθώντας τις δαντελωτές εσοχές στους κόλπους και τους κολπίσκους σκέπασε εντός τριών ωρών απ’ άκρου εις άκρον το νησί όπως άλλοτε η λάβα και η τέφρα την Πομπηία· απόμεινε ακάλυπτο ένα θαλάσσοδαρμένο βραχάκι βορεινά όπου ο Π. κάθισε ολόγυμνος για να τραγουδήσει και πάλι τον σκοπό του τη συνοδεία της αιολικής άρπας του μελτεμιού· έκλεισε με τον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού χεριού τη μύτη να προστατευθεί από την αποφορά κι άρχισε να τραγουδά για να ξορκίσει το κακό· τα κλειστά ρουθούνια αλλοίωναν βέβαια την κελαρυστή φωνή του που τώρα θύμιζε εγγαστρίμυθο ωστόσο τραγουδούσε· μονάχος· χωρίς ακροατήριο αφού οι άλλοι ήταν θαμμένοι κάτω από τους τόννους των σκατών· άλλωστε και θαμμένοι να μην ήταν πάλι μονάχος θα τραγουδούσε όπως σ’ όλη του τη ζωή· περνούσε η ώρα κι αυτός τραγουδούσε το τραγούδι του που ήταν πένθιμο γιατί ήτανε τραγούδι σκληρό

– από  Α γ ά π η –

                                          «Απόψε είδια στ’ όνειρό μου
                                           μια σκατούλα στο πλευρό μου
                                           και χολομανώ και πρήσκω
                                           και ξυπνώ και δεν την βρίσκω
                                           και μαλώνω με τα ρούχα
                                                        “–;Πού είν’ η σκατούλα που ’χα;”»

(Π. Κουσαθανάς, Λοξές ιστορίες, Ίνδικτος, Αθήνα 2009, σσ. 117-120)
*
ΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ
«μάρμαρα και φωταψίες»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

ΜΕΤΑ ΑΠΟ μια κοπιαστική μέρα κατά την οποία η Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν ή Ελπίδα Αμαραντίδη είχε γιατροπορέψει με τα θαυματουργά της βότανα πενήντα τουλάχιστον ασθενείς έγειρε το κεφάλι της στο μαξιλάρι απ’ όπου έβλεπε το κενό ανάμεσα στον άσπρο τοίχο και το μαύρο κομοδίνο· ήταν από τις λίγες φορές που δεν είχε όρεξη να τελειώσει τη μέρα της παίζοντας το λαούτο ή βάζοντας δυο πινελιές στην καινούργια της ζωγραφιά. Πάνω στο κομοδίνο ακουμπισμένα ένα χειροποίητο κέντημα έργο της υπομονής αλλοτινών καιρών όταν οι άνθρωποι δεν βιάζονταν κι αβγάταινε η ζωή και μια σφυρήλατη καρποδόχος της αργυροχοϊας λεπτουργημένη με ανθέμια άκανθες και ρόδακες που θύμιζαν παλαιϊκό ταφικό ύφος ή ινδική μαντάλα. Το ρόδι ο αείζωος καρπός που μόλις χτες είχε κόψει από τη μοναδική ροδιά της έστελνε στον τοίχο διακριτικά σχεδόν ντροπαλά το ροδί του φως μέσα από την ασημένια φρουτιέρα· η ροδιά της Χίλντεγκαρντ μεγαλώνει σε μια γλάστρα μην έχοντας γνωρίσει την άπλα που έχουν οι όμοιές της στον κήπο του γείτονα όποτε περνά απ’ έξω τις βλέπει στοιχημένες κατά τριάδες θαλερές και ξαραθυμισμένες και ζηλεύει θανάσιμα πιάνει τον εαυτό της να εύχεται ευχές που δεν την τιμούν κι ας έχει το ελαφρυντικό ότι χρόνια τώρα προσπαθεί να κάνει περιβόλι την αυλή και το μπαλκόνι της. Οι φωνές και τα γέλια από τη μαρμάρινη πισίνα της νεότευκτης γειτονικής βίλας (ενός μαυσωλείου που καπελώνει τη ζωή) έφταναν με μικρά διαλείμματα κι απόψε στ’ αφτιά της. Ορθομαρμαρώσεις στη μνημειακή είσοδο και στους τοίχους μουσικές προβολείς άσωτες φωτοχυσίες και «άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι» «–Τα δέντρα και τα λουλούδια» σκέφτεται η Χίλντεγκαρντ «δεν αγαπούν τα μάρμαρα τις φωταψίες· για να μεγαλώσουν θέλουν μόνο ήλιο και σιωπή ας τους λείπει το νερό και το χώμα ίσως μάλιστα πρέπει να πεινάσουν να διψάσουν για να μας χαρίσουν τα ωραιότερά τους χρώματα τους πιο χυμώδεις καρπούς».
Ξαπλωμένη με το πλάι είχε την εντύπωση ότι το κενό ανάμεσα στο μαύρο κομοδίνο και τον άσπρο τοίχο ήταν απύθμενο ;έφταιγε μήπως η στιγμή ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο η στιγμή που κάποτε μας χαρίζει τα γλυκύτερα όνειρα αυτά που πραγματοποιούν όσα η ζωή αρνιέται αλλά και το συχνότερο τους τρομακτικότερους εφιάλτες; όποια και να ’ταν η αιτία το παιγνίδι ανάμεσα στο μαύρο του κομοδίνου το λευκό του τοίχου και το ροδί που ξεμύτιζε δειλά άρχισε διστακτικά στην αρχή σαν μια τυπική ανταλλαγή χρωμάτων μια δοκιμή αλληλοαναγνώρισης· σε λίγο το άσπρο δάνεισε τη σκευή του στο μαύρο το μαύρο έγινε άσπρο το άσπρο μαύρο και το ρόδι της στερημένης ροδιάς φωτίστηκε στην καρποδόχο συναινώντας σ’ αυτή τη φιλάλληλη τη γενναιόδωρη συναλλαγή. Η Χίλντεγκαρντ σύντομα έχασε την αίσθηση του χρόνου και του προσανατολισμού οι αισθήσεις της ναρκωμένες πού ο τοίχος και πού το κομοδίνο δεν ήξερε να πει το «βάραθρο» γέμισε με τα ιριδίζοντα χρώματα που γεννούν οι ακτίνες του ήλιου όταν πέφτουν σε θάλασσα μολεμένη από πετρέλαιο ή ακόμη μ’ εκείνα τα άλλα χρώματα που δεν είναι του δικού μας κόσμου αλλά συχνά τα βλέπομε σε φωτογραφίες τραβηγμένες από διαστημόπλοια και τηλεσκόπια σύνεργα που φέρνουν κοντά τα πράγματα «καλύτερα να μέναν μακριά». Στη μέση αυτών των εντυπωσιακών εικόνων ένα μάτι σκοτεινό σαν το σπηλαιώδες χάσμα ανάμεσα στον τοίχο και το κομοδίνο μάτι-βάραθρο που δεν ανοιγοκλείνει δεν κοιτάζει καταβροχθίζει μόνο «–Έχουν δίκιο λοιπόν οι φυσικοί και οι αστρονόμοι» σκέφτεται η Χίλντεγκαρντ «έχει δίκιο κι ο ζωγράφος που λέει ότι “πίσω από το τελάρο του υπάρχει μια φοβερή βαθειά μαύρη τρύπα”».

Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε ίσως δευτερόλεπτα μπορεί και χρόνια· σηκώθηκε σαν υπνοβάτισσα πλησίασε το παράθυρο και το άνοιξε· οι μουσικές και τα χάχανα από τη χοροεσπερίδα της βίλας του γείτονα δυνατά όσο ποτέ πλήγωσαν αδυσώπητα τ’ αφτιά της έριξε μια ματιά στον δρόμο μια μακριά σειρά από ροδιές πιασμένες η μια από τα κλαδιά της άλλης χέρι χέρι σαν χαρούμενες παιδούλες χόρευαν πλησιάζοντας στο σπίτι της τι ανοησία να πιστέψει πως ήταν ευχαριστημένες εκεί όπου βρίσκονταν! «–Ανάγκη πάσα ν’ ανοίξω την πόρτα να τις υποδεχτώ» μονολόγησε η Χίλντεγκαρντ κι έκανε να τρέξει «;ή μήπως ο ιδιοκτήτης τους με πάρει για κλέφτρα;» ρώτησε κι αμέσως κοντοστάθηκε «“–;Ε και;” θα του πω “εγώ δεν έχω κήπο μόνο μιαν εσωτερική αυλή για να κρύβομαι απ’ τα μάτια του κόσμου κι ένα εξωτερικό μπαλκόνι για να ’χω όποτε θελήσω τη θέα του οπού χρόνια πολεμώ να τα κάνω περιβόλι ψάξε λοιπόν για τις ροδιές σου αλλού εγώ έχω άλλοθι από την ώρα που σκοτείνιασε μελετώ το βάραθρό μου ;δεν έχεις ακούσει τελοσπάντων ότι καλύτερα ατιμώρητος ο ένοχος παρά καταδικασμένος ο αθώος;”» Εξουθενωμένη έγειρε ξανά στο προσκεφάλι αβέβαιη για την πειστικότητα των επιχειρημάτων της «–Κανείς δεν θα βρει τις ροδιές εκεί που θα τις κρύψω» ψιθύρισε στο τέλος αναθαρρημένη σκύβοντας εμπιστευτικά συνωμοτικά στον καταβροχθισμένο από το βάραθρο αόρατο εαυτό της.

;Και η κατάληξη αυτής της λοξής ιστορίας; Χάσματα των ονομάτων χάσματα των καιρών οι άνθρωποι ίδιοι· προτού η Ελπίδα Αμαραντίδη ή Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν κατεβεί όλα τα σκαλοπάτια του ύπνου πρόλαβε να κρύψει στα όνειρα της καρδιάς της καμμιά εικοσαριά φουντωτές ροδιές και την αγαπημένη της μαθήτρια που μόλις χτες είχε μισέψει· στο τελευταίο σκαλί ακουμπώντας τις λέξεις μια μια όπως ξεκουκκίζουν οι ιερωμένοι το κομποσκοίνι της προσευχής οι λαϊκοί τις χάντρες στο κομπολόι και οι εραστές τους αποχαιρετισμούς

            «“–Όλο και πιο πολύ φως όλο και περισσότερο σκοτάδι
            Γείρε στο στρώμα μας ζεστό σαν την αγκάλη”»

κι ενώ ακούγονταν οι σταγόνες να πέφτουν στης ερημίας το απύθμενο βάραθρο στο σκοτάδι της νύχτας όπου όλα φωτίζονται και σιγουρεύουν ψέλλισε με μουδιασμένα χείλη το παράπονό της δηλαδή κάτι απ’ όσα οι άνθρωποι με επιπολαιότητα ονομάζουν «ψιλά γράμματα» «–;Ποιος στον κόσμο μπορεί να εγγυηθεί
ότι αύριο
   δεν θα μου ξεριζώσουν την καρδιά
                        για να μου πάρουν τις ροδιές
                                      κι ας έχω ατράνταχτο άλλοθι
                                                                        το βάραθρό μου;»

(Π. Κουσαθανάς, Λοξές ιστορίες, Ίνδικτος, Αθήνα 2009, σσ. 27-31)

*

ΩΣΕΙ ΧΟΡΤΟΣ

ΣΠΟΥΔΑΣΑ ΒΟΤΑΝΟΛΟΓΙΑ μια μάλλον άχρηστη στις μέρες μας επιστήμη όχι τόσο επειδή έχουν προ πολλού ανακαλυφθεί όλα τα φυτά αλλά γιατί έχει επικίνδυνα συρρικνωθεί η χλωρίδα του πλανήτη· μαζί με την κοσμική τάξη που νιώθω ότι έχει διασαλευθεί από την Αδικία αφουγκράζομαι και τον εντός μου ρυθμό ξεκούρδιστο. Οι ελπίδες να ανακαλυφθούν άγνωστα είδη είναι σχεδόν μηδαμινές έτσι καμμιά έκπληξη δεν περιμένω από την επιστήμη μου· έζησα δυστυχώς για να δω τον ξεπεσμό της (ο Λινναίος και ο Τουρνεφόρτιος θα θλίβονταν πολύ γι’ αυτό)· παρά την απογοήτευσή μου ωστόσο αποφάσισα τελευταία να νοικοκυρέψω κάποιες φυτολογικές μελέτες μου που οι βιοτικές μέριμνες (και η αναβλητικότητά μου) δεν με είχαν αφήσει να τις ολοκληρώσω και μαραίνονταν κλειδωμένες για χρόνια στα συρτάρια. Για την αποφυγή παρανοήσεων και όχι από δίψα για διάκριση –;τι σημασία άλλωστε θα είχε κάτι τέτοιο στην ηλικία μου;– επισημαίνω ότι δεν ήμουν κανένας τυχαίος επιστήμονας οι συνάδελφοί μου με θεωρούσαν αυθεντία κι ακόμη παραπέμπουν στις δεκάδες των άρθρων μου σεμνύνομαι μάλιστα ότι δυο φυτά της οικογενείας των Λειριιδών που μερικοί εσφαλμένα τα κατατάσσουν στα Χειλανθή είναι δικές μου ανακαλύψεις μιλώ για το Κολχικόν το δειλόν (Colchicum timidum) και το Κολχικόν το Ρήνειον (Colchicum Rhenium)· λεπτομερή περιγραφή τους έχω δημοσιεύσει για τους λατινομαθείς στο έγκριτο ετήσιο περιοδικό Herbarium Insularum Graecarum (τεύχος 30ό 1976 σσ. 201-203) ας επισημάνω όμως εδώ τούτα μόνο παρά τη λεπτή τη μη μου άπτου ομορφιά τους ίσως μάλιστα εξαιτίας αυτής είναι λίαν τoξικά και τα δύο: με το δηλητήριό τους ξέκαμε τα παιδιά της η άπονη αρχαία μάγισσα της Κολχίδας. Οι παραπλανητικοί προσδιορισμοί timidum (εντροπαλόν δειλόν) ίσως και το Rhenium (Ρηνικόν της Ρηνείας) έχουν τεθεί ειρωνικώς και οξυμώρως βέβαια αφού τέτοια καταπότια είναι άφοβα και αποφασιστικά· ας επισημανθεί μάλιστα μάλιστα ότι κατά την ιερογλυφική γραφή της Αιγύπτου «Ρεν» είναι η αντίπερα όχθη όπου η αχαλίνωτη μάνητα της αρχαίας γυναίκας περαίωσε με ασφάλεια τα δυο αθώα πλάσματα.
Έρχονται στιγμές που οι δυσκολίες δαμασμού του υλικού στις ημιτελείς εργασίες μου φαντάζουν ανυπέρβλητες αλλά επιμένω ως εάν να επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου· τον τελευταίο καιρό θέλω να βεβαιωθώ ότι κάτι ο,τιδήποτε τελοσπάντων ας είναι και το ελάχιστο από τις εκκρεμότητες της ζωής μου βρήκε τη θέση του ξυπνώ και κοιμάμαι λοιπόν παρέα με τη Λατινική δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι σκέφτομαι σ’ αυτή τη νεκρή γλώσσα το λεξικό η γραμματική και τα συντακτικά φαινόμενά της έγιναν στρώμα και μαξιλάρι μου όπως τότε που ετοίμαζα με νεανικό ενθουσιασμό τη διπλωματική μου εργασία. Τα maritima και τα trifolia τα tuberosa και fistulosa τα somnifera και funebria τα alba και τα nigra καταδυναστεύουν νυχθημερόν το μυαλό μου όχι μόνο στον ξύπνο αλλά και στον ύπνο όπου τα όνειρά μου εκτυλίσσονται κι αυτά λατινιστί μπερδεύοντας τη μέρα με τη νύχτα με τη μέρα επαληθεύοντας για ακόμη μια φορά το «υλικό» από το οποίο είμαστε φτειαγμένοι· είναι σαν να γράφω ένα πολύστιχο ποίημα σε μια νεκρή γλώσσα που κανείς ζωντανός δεν καταλαβαίνει όμως αυτό δεν επηρεάζει καθόλου το γεγονός ότι κάθε λέξη πρέπει να είναι ζυγιασμένη στη θέση της έστω κι αν όπως έχω βάσιμους λόγους να υποψιάζομαι δεν κάνω τίποτε άλλο από το να ονειρεύομαι τη ζωή μου ή να ζω το ίδιο μου το όνειρο. Με λύπη ωστόσο ανακαλύπτω ότι κάποιες λέξεις άσχετες με τις φυτολογικές μου μελέτες αν και μου ήταν κάποτε οικείες ο ρους του βίου τις παρέσυρε και τις έχω λησμονήσει· να τες όμως πάλι ανασύρονται από το «βαθύ σκοτεινό πηγάδι του ύπνου» και ξαναβγαίνουν με αβάσταχτη διαύγεια στην επιφάνεια εμφανίζονται απρόσμενα στις έρημες τις σιωπηλές πλατείες του μυαλού μου σαν τους ανδριάντες του Ντε Κίρικο κατεβαίνουν από τα βάθρα τους σουλατσάρουν κι ύστερα κρύβονται παραμονεύοντας στις γωνίες κρατώντας με ανήσυχο και ξάγρυπνο: senectus impotentia amentia morbidus mors… λέξεις της ασφυξίας και της παράλυσης· σ’ αυτές τις περιπτώσεις αδύνατο να μπει τάξη στη γενική ασυναρτησία που νιώθω να με περιβάλλει στους άτακτους ανδριάντες που ελλοχεύουν έτοιμοι σε κάθε στροφή των δρόμων του μυαλού «–Έχομε και λέμε λοιπόν έχομε και λέμε…» ηχώντας ολόκληρος σαν ξεχαρβαλωμένο όργανο αρχίζω με τα δάχτυλα το μέτρημα ξεκινώντας το νοικοκύρεμα από την αρχή. Το πιο αξιοσημείωτο αυτού του μπερδέματος είναι ότι άρχισα να αναθεωρώ τις διά βίου πεποιθήσεις μου περί ονείρων· ώς τώρα πίστευα ότι τα όνειρα επ’ ουδενί μπορούν να είναι εργαλεία πρόρρησης όπως πολλοί νομίζουν μάλλον σαν κάτοπτρα και ερμηνευτές των παρελθόντων θα έπρεπε να εκλαμβάνονται ανάποδοι καθρέφτες που αρκεί μια κίνηση να τους φέρεις στα ίσα για να ατενίσεις την εικόνα απαραμόρφωτη. Στην προσπάθειά μου να σκεφτώ ψυχραιμότερα κατάλαβα ότι όχι μόνο τα μέλλοντα αλλά ούτε τα παρεληλυθότα μπορούν να εξηγηθούν με τα όνειρα και κατέληξα στο θλιβερό συμπέρασμα ότι τα ονείρατα έχουν τη δική τους παντιέρα· ακόμη κι αν αναφέρονται σε πράγματα που ζήσαμε θα ζήσομε ή τάχα θα ζούσαμε υπενθυμίζουν με γριφώδη για τη λογική μας τρόπο τα παρόντα κάνουν δηλαδή τη μόνη δουλειά για την οποία φαίνεται ότι τάχτηκαν. Πράγματι το ποτάμι της ζωής ο «ρους» παρασέρνει τα πάντα εκτός από το «παρόν» προτού γίνει παρελθόν εκτός δηλαδή από ένα απειροελάχιστο ένα απελπιστικά σύντομο κλάσμα του χρόνου που κι αυτό ανεπαισθήτως μετατρέπεται αιφνιδιαστικά και κεραυνοβόλα σε παρελθόν και χωνεύεται μέσα στο βάρος της αζύγιστης απεραντοσύνης των περασμένων προς ανακούφιση και παραμυθία ευτυχώς λένε μερικοί· για παραμύθιασμα επιμένουν κυνικά κάποιοι άλλοι. Αυτή η διαπίστωση δεν κάνει σοφότερο κανέναν μάς γεμίζει μόνο μελαγχολία και άκρη δεν γίνεται να βγάλει κανείς· η βεβαιότητα πάντως είναι μία: κάθε στιγμή κάθε ώρα κάθε μέρα
μια στιγμή μια ώρα μια μέρα πιο κοντά
                                                                                                              πιο κοντά.

Μέσα στο δάσος των λατινικών λέξεων όπου περιδιαβάζω τελευταία υπάρχει κάποια που απροσδόκητα ηγεμονεύει πάνω σε όλες τις άλλες· άγνωστο γιατί με επισκέπτεται αδιαλείπτως κάθε βράδυ σαν αστραπή που εκπορεύεται από την ίδια πάντοτε μεριά του ουρανού επιστρέφει ως πρόλογος σε όλα τα βοτανικά μου ενύπνια και καταλήγει να τα κλείνει ως επιμύθιο ή και συμπέρασμα. Μέχρι πρότινος αν και βοτανολόγος (και μάλιστα «αυθεντία») δεν την ήξερα σαν αυθύπαρκτη λέξη αφού όπως γνωρίζουν οι ειδικοί ο δόκιμος όρος για το αυτοφυές φυτό το βότανο είναι herba· τη χρησιμοποιούσα μόνο ως πρώτο συνθετικό του ονόματος ενός κοινότατου πλην εύοσμου φυτού του μάραθου ή φινόκιο (Foeniculum officinale) που αρταίνει ευχάριστα τα φαγητά μας. Η ηγεμονική αυτή λέξη δεν είναι μεγαλοπρεπής βαρύγδουπη ή μεγαλόστομα επική αλλά ταπεινή σύντομη σαν τη ζωή· ένας στεναγμός ή ένας λυγμός αρκεί για να την ψελλίσεις: Foenum (εκ του αχρήστου θέματος feo<φύω). Επικρέμαται πάνω από την κεφαλή μου ανάποδα σαν νυχτερίδα και το περίεργο είναι ότι παρά τη διακριτική ταπεινότητά της πράττει ό,τι μπορεί για να κάνει αισθητή την παρουσία της μετεωρίζεται με απίστευτες ακροβασίες και στραμπουλήγματα ακκίζεται κι αναπηδά σ’ έναν ανέφελο κατά τα φαινόμενα ουρανό. Την εντόπισα ψάχνοντας στο Λεξικόν Λατινοελληνικόν (Εν Αθήναις 1873) του εκ Βρέμης της Γερμανίας Ερρίκου Ουλερίχου και του διαπρεπούς φιλολόγου Στέφανου Κουμανούδη «Αδριανοπολίτου» παρακαλώ· οι άνθρωποι ήταν κάποτε περήφανοι για την καταγωγή τους. Καταφτάνει πάντοτε μαζί μ’ εκείνη την περίφημη Ηροδότεια λέξη «βεκός» την αρχετυπική και επιούσια που όποια ηχητική μορφή και να πάρει στις γλώσσες των ανθρώπων (βεκός άρτος ψωμί panis pane bread Brot…) δεν παύει να στηρίζει και να συντηρεί τη σάρκα μας όσο ζούμε· τη λέξη που κατά τον γλωσσοτόμο και αμερόληπτο (προς τιμήν του!) κριτή Φαραώ Ψαμμήτιχο δίνει τα πρωτεία της αρχαιότητας όχι στη δική του την αιγυπτιακή αλλά στη φρυγική πρωτογλώσσα. Foenum -i λοιπόν. Παρά την προσπάθειά μου να συσχετίσω τη λέξη με τον αναγεννώμενο από τις στάχτες του Φοίνικα τίποτα πέραν της ηχητικής ομοιότητας δεν συνηγορεί για επίρρωση του ασίγαστου πόθου. Foenum -i. Ο εστί ερμηνευόμενο χόρτο ο εστί μεθερμηνευόμενο «Άνθρωπος ωσεί χόρτος…» κατά την Παλαιά Διαθήκη και «Πάσα σαρξ ως χόρτος…» κατά την Καινή κατά τους ποιητές δε «φύλλον» και «φύλλο χλόης». Χόρτος και άνθος και άκανθος: όταν το άνθος μαρανθεί μένει η ευωδία του μα στο αγκάθι μένει μόνο το καρδιολάκτισμα απ’ το κεντρί. Επιτέλους νομίζω ότι τώρα κατάλαβα αν και δεν θα μπορέσω σωστά να το αρθρώσω γιατ’ είναι παγωμένος ο αγέρας που φυσά και τα σαγόνια μου κροταλίζουν διαβολεμένα ωστόσο ναι το πράγμα είναι φανερό: σε μια γλώσσα νεκρή το όνειρο της ζωής ύπενθυμίζει έστω ως παραλειπόμενο κατά το διάλειμμα μιας βοτανολογικής μελέτης το λανθάνον και άρρητο Verbum Summum το μόνο αληθινά Πανταχού Παρόν από την πρώτη αναπνοή μας έως την τελευταία· ελάχιστο διάστημα. Ανάγκη πάσα να τακτοποιήσω το συντομότερο τις εκκρεμότητες ή καλύτερα ας πάνε στον κόρακα τα «νοικοκυρέματα» ;πού πια καιρός; χρεία καμμία πλέον να περαιώσω τις μελέτες μου ή να κλείσω κι αυτή τη λοξή ιστορία μου (την τελευταία άλλωστε) με ερωτηματικό.

(Π. Κουσαθανάς, Λοξές ιστορίες, Ίνδικτος, Αθήνα 2009, σσ. 135-140)






. end-tag